Με ένα απίστευτα συγκινητικό ποστ στο Facebook ο ηθοποιός Χάρης Τζωρτζάκης έγραψε για την μικρή Όλγα που έχασε τόσο άδικα και βασανιστικά την ζωή της στην πόρτα της αλευροβιομηχανίας Κυλιωδρόμυλοι Σαραντόπουλος και για την μικρή κόρη του Όλγα που γεννήθηκε σαν σήμερα 29 Νοεμβρίου.
Διαβάστε την ανάρτηση:
Ήταν βραδυ της 28ης Νοεμβρίου του 2018. Ήμουν στο θέατρο σε πρόβα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο από την πεθερά μου. «Η Εφη πονάει λίγο, μήπως να ερθεις από δω».
Παιδιά γεννάμε, είπα στους συναδέλφους και έφυγα τρέχοντας για το σπίτι. Βρήκα την Εφη να πονάει με τον πόνο να είναι περιοδικός, να έρχεται και να φεύγει δηλαδή κάτι που όπως μας είχαν πει στα σεμινάρια που με είχε βάλει να παρακολουθήσω σήμαινε ότι κάνει ένα μπάνιο και φεύγουμε κατευθείαν για το νοσοκομείο, διότι το μωρό ετοιμάζεται για τη μεγάλη έξοδο. «Άντε αγάπη πάμε;» «Αχ, σε παρακαλώ μη με αγχώνεις κι εσυ. Δεν πονάω τόσο πολύ. Έλα να ξαπλώσουμε να προσπαθήσουμε να κοιμηθούμε και το πρωί βλέπουμε» και πριν προλάβει να τελειώσει τη φραση της διπλώθηκε στον πονο. «Καλά είμαι καλά είμαι έλα να ξαπλώσουμε» συνέχισε.
Δε θα βγάλω άκρη με δαύτην σκέφτηκα και πήγα στο σαλόνι να παρακαλέσω την πεθερά μου να μιλήσει στην κόρη της για να την πείσει να φύγουμε στο νοσοκομείο γιατί δεν το χω καθόλου με τα σπλατερ και τις γέννες στο σπίτι. Ατάραχη η πεθερά. Σα να πονάει το δόντι και όχι η τουρλωτή ετοιμόγεννη κοιλιά της κόρης της. «Χ ά ρ η», μου λέει αργά και σταθερά. «Χάρη, αυτή τη στιγμή η Εφη έχει ανάγκη να την πάρεις μια αγκαλιά, να ξαπλώσετε και να προσπαθήσετε να ξεκουραστείτε»
Παύση.«Ρε είστε τρελές και δύο γεννάμε γαμωτο τι αγκαλιές και γουτσούνια μου λέτε άντε μπείτε στο αμάξι να πάμε να γεννήσουμε!»
Μη τα πολυλογώ με τα πολλά μπήκαμε στο αμάξι και μεταξύ εμετών και πόνων φτάσαμε στο νοσοκομείο. Την εξετάζουν. Διαστολή 4. «Γεννάμε» λέει η άγια μαία μας, «μισό να πάρω τη γιατρό.»
Μπαίνουμε στα δωματιάκια καταφθάνει και η γιατρός εν τω μεταξύ περνά ο γαμωχρόνος και καταφθάνει η ώρα. Μας βάζουν στο δωμάτιο γέννας και αρχίζει το σπρώξιμο. Εγώ ο κακομοίρης είχα παρακολούθησει σεμινάρια για να πάρω το χαρτί να μπορώ να παρευρίσκομαι στον τοκετό που ενώ δεν ήθελα καθόλου καθώς είμαι λίγοψυχος με τον πόνο του άλλου αλλά δεν είχα καμία επιλογή η μέγαιρα με ήθελε παρόντα.
Ισχυρίζεται ότι της δίνω κουράγιο και νιώθει ασφάλεια οταν είμαι δίπλα της αλλά εμένα δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι είναι ενας τρόπος εκδίκησης που παίρνει επειδή δεν γεννάω εγώ. Τέλος πάντων ξέφυγα πάλι, στο θέμα μας. Σπρώξε, σταματά. Σπρωξε, σταμάτα.
«Γιατρέ αν ζορίσει το πράγμα να πάμε για καισαρική σας παρακαλώ δε θέλω να ρισκάρουμε», εγώ.
«Μην τον ακούτε θα γεννήσω φυσιολογικά» η Εφη
«Δεν θα μου πεις τη δουλειά μου αν δεν αντεχεις πέρασε έξω» η γιατρος.
Μόκο εγώ, αναμενω στο προσκέφαλο του κρεβατιού με τα πόδια μου φυσικά να τρεμουν, ενώ η Εφη ψύχραιμη και θαρραλέα όπως πάντα. Το πράγμα άρχισε πράγματι να ζορίζει που λέτε και από κει που η γιατρός ήταν ήρεμη άρχισε τα πιο κοφτά και επιτακτικά παραγγέλματα. «Ακου να δεις το μωρό είναι τυλιγμένο πρέπει να βγει τώρα! Σπρωξε!»«Ετοιμη;»«Ετοιμη γιατρέ» «Τώρα σπρωξε με ότι έχεις!»
Και σπρώχνει με ότι έχει. Και γεννιέται. «Τζωρτζάκη η κόρη σου» αναφωνεί η γιατρός και μου δείχνει ένα ολόλευκο πλάσμα με κεφάλακι γυρτό προς το έδαφος.
«Γιατρέ, γιατί δεν κλαίει;» ψελλίζω.«Φυσιολογικό είναι» απαντάει και αρχίζει να χτυπάει ελαφρώς το μωρό στην πλατούλα του.
«Γιατρέ συνεχίζει και δεν κλαίει»
«Μα ακούγαμε τους παλμούς του, δεν τους ακούγαμε;» λέει στους νοσηλευτές η γιατρός και συνεχίζει να χτυπάει το μωρό στην πλάτη ενώ τα δευτερόλεπτα περνάνε αργά και βασανιστικά, ώσπου η γιατρός φωνάζει την πιο τρομακτική φράση της ζωής μου.
«Έναν παιδίατρο γρήγορα. Γρήγορα!»
Παυση. Πολύ μεγάλη παύση. Πράγματι μπήκαν διάφορες φιγούρες άμεσα στο δωμάτιο πήραν το μωρό και το έβαλαν σε κάτι σαν μεταλλικό κρεββάτι ακριβως δίπλα μας. Η Εφη μου φώναξε να πάω στο μωρό και προσπάθησε να σηκωθεί. Τη συγκράτησα με όση δύναμη διέθετα με τα πόδια μου όμως να με προδίδουν και να λυγίζω στα γόνατα.
Και κάπου εκεί σταμάτησε ο χρόνος. Και ο χώρος. Σταμάτησαν κανονικά όμως όχι αυτό που λένε «σταμάτησε ο χρόνος». Σταμάτησε σταμάτησε. Και ύστερα σιωπή. Μία σιωπή απόλυτη. Όχι αυτό, δεν θα το αντέξουμε με τίποτα. Είχαμε ήδη χάσει το πρώτο μας μωρό στον έβδομο μήνα της πρώτης μας εγκυμοσύνης. Δεν θα αντέχαμε με τίποτα το ανείπωτο.
Και μέσα στην απόγνωση ο νους μου βρήκε διέξοδο στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Τόσο λυτρωτικό. Τόσο υπέροχα λυτρωτικό. Θα την έπαιρνα αγκαλιά, θα με έπαιρνε αγκαλιά και θα πηδούσαμε. Η αυτό η θα ακούγαμε κλάμα. Κατι άλλο δεν υπήρχε. Και εγώ ο ορθολογιστής, μέσα στην απέραντη μοναξιά της εκκωφαντικής σιωπής του μη χώρου και χρόνου, ικέτευσα. Ικέτευσα ως την ύστατη πράξη.
«Αν είσαι, οποιος είσαι, όπου είσαι, σε ικετεύω, τωρα»
Και ακούστηκε το κλάμα. Γαμωτο έκλαψε. Και κλάψαμε και εμείς και έκλαψαν ολοι στο δωμάτιο. Και έτσι γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί. Το φως του φωτός μου, η κόρη μου η Ολγα. Και πήγα απο πάνω της και την πήρα κατευθείαν αγκαλιά. Και της ορκίστηκα ότι δεν θα την αφήσω ποτέ, ποτέ δε θα την αφήσω της ορκίστηκα.
Κι εσείς που ψάχνετε για θαύματα σε εικόνες που δακρύζουν γυρίστε απλώς και κοιτάξτε στα παιδιά σας. Εκεί κρύβετε ο θεος, στα παιδικά μάτια.
29 Νοεμβρίου το μωρό μου γίνεται τριών χρονών. Η Ολγα μου.
Και δεν μπορώ να τη γιορτάσω γαμωτο.
Και πώς να την γιορτάσω γαμωτο; Πώς;
Όταν μια άλλη Όλγα, μια μικρή Ολγίτσα..
Αααααααααααααααααααααα.