Ο Γεώργιος Δροσίνης χρησιμοποιεί τη γλώσσα των απλών ανθρώπων. Τα θέματά του είναι παρμένα από τη ζωή τους, τους αφορούν. Το έργο του αποπνέει ανθρωπιά, αγγίζει τον απλό καθημερινό άνθρωπο ανεξάρτητα από εποχές…..
Ο Γεώργιος Δροσίνης, ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της “Νέας Αθηναϊκής Σχολής” στην ποίηση και στην πεζογραφία.
Η πρώτη ποιητική του συλλογή «Ιστοί Αράχνης» το 1880 σηματοδότησε την εμφάνιση της “Νέας Αθηναϊκής Σχολής” ενώ το διήγημά του «Χρυσούλα» κέρδισε το πρώτο βραβείο στον πρώτο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Η Εστία» τρία χρόνια αργότερα.
Ο Γεώργιος Δροσίνης, γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου το 1859 στην Πλάκα στο κέντρο της Αθήνας, από γονείς Μεσολογγίτες. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και μεταγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή μετά από σύσταση του Νικόλαου Πολίτη. Το 1885, συνέχισε τις σπουδές του στην Ιστορία της Τέχνης στο εξωτερικό, στα Πανεπιστήμια της Λειψίας, της Δρέσδης και του Βερολίνου, στη Γερμανία χωρίς όμως να πάρει κάποιο πτυχίο.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού «Η Εστία» από το 1889 έως τι 1897, το οποίο μετέτρεψε σε καθημερινή εφημερίδα το 1894.

Παράλληλα με την λογοτεχνική προσφορά του, συνεισέφερε σημαντικά σε πολλούς τομείς της πνευματικής και κοινωνικής ζωής της χώρας καθώς ήταν γραμματέας του «Συλλόγου προς διάδοση ωφελίμων βιβλίων» που είχε ιδρύσει ο Δημήτριος Βικέλας από το 1899, ιδρυτής του «Ημερολογίου της Μεγάλης Ελλάδας» το 1922, διευθυντής του Τμήματος Γραμμάτων και Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας από το 1914 έως και το 1923 και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της το 1926.
Επίσης, διατέλεσε ως ο πρώτος Γραμματέας των Δημοσιευμάτων του Ιδρύματος (1926-1928) και τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών.
Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στα περιοδικά «Ραμπαγάς» με το ψευδώνυμο «Αράχνη». Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο «Ιστοί Αράχνης», η σταδιοδρομία του, όμως, ως νέου ποιητή άρχισε το 1884 με τη συλλογή Ειδύλλια.
Ως πεζογράφος, χρησιμοποίησε αρχικά την καθαρεύουσα, για να στραφεί κι εκεί αργότερα στη δημοτική, με το διήγημά του «Το βοτάνι της αγάπης» (1901).

Το 1918 αγόρασε μαζί με τον αδελφό του το σπίτι του θείου τους Διομήδη Κυριακού στην Κηφισιά και από το 1939 κατοικούσαν μόνιμα εκεί. Έζησε εκεί τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής μέχρι το τέλος της ζωής του την 3 Ιανουαρίου 1951.
Ως ποιητής της νέας αθηναϊκής σχολής, όπως και ο Κωστής Παλαμάς και ο Νίκος Καμπάς χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα από τις πρώτες του δημιουργίες και άντλησε στοιχεία από τα δημοτικά τραγούδια και τη λαϊκή παράδοση.
Το 1947, προτάθηκε από το Ελληνικό Κράτος για το βραβείο Νόμπελ, σε αναγνώριση της αξίας του έργου του, το οποίο τελικά απονεμήθηκε στο Γάλλο λογοτέχνη Αντρέ Ζιντ.
Το σπίτι του Γεώργιου Δροσίνη, είναι σήμερα ιδιοκτησία του Δήμου Κηφισιάς, έχει αναπαλαιωθεί και στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κηφισιάς από το 1991 και το Μουσείο Δροσίνη από το 1997.
Χώμα ελληνικό
Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,
γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη,
άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω
για την κάθε λύπη κάθε τι κακό,
μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό.
Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει
μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,
μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά,
το μοσχάτο κλήμα, το ξανθό σιτάρι,
τη χλωρή τη δάφνη, την πικρήν ελιά.
χώμα δοξασμένο, πούχουν ροδοβάψει
αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,
χώμα πόχει θάψει λείψαν’ αγιασμένα
απ’ το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά
χώμα που θα φέρνει στον μικρόν
εμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά.
κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει
μην την ξεπλανέψουν άλλα, ξένα κάλλη.
Η δική σου η χάρη θα με δυναμώνει,
κι όπου κι αν γυρίσω, κι όπου κι αν σταθώ
συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη,
πότε στην Ελλάδα πίσω θε να ‘ρθω.
Κι αν το ριζικό μου -έρημο και μαύρο-
μούγραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το στερνό συχώριο εις εσένα θάβρω,
το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω.
Έτσι κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
και το ξένο μνήμα θάναι πιο γλυκό
σα θαφτείς μαζί μου στην καρδιά μου επάνω,
χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό.