Κατηγορίες

Επισιτισμός – Αλήθεια ή μύθος;

Γράφει ο Γιάννης Πανουκλιάς

     Όπως προκύπτει από έρευνες του Ευρωβαρόμετρου, σχεδόν το 80% των Ελλήνων θεωρεί πως οι ευρωπαϊκές χώρες δεν καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες της ένωσης σε διατροφικά προϊόντα φυτικής και ζωικής προέλευσης, ενώ σε ποσοστό 94%, το μεγαλύτερο σε όλη την Ευρώπη, πιστεύει ότι η εθνική παραγωγή τροφίμων δεν είναι επαρκής για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού.

     Σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα της ΠΑΣΕΓΕΣ, στην Ελλάδα, ακόμα κι αν κοπούν τελείως οι εισαγωγές τροφίμων, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να πεινάσουμε. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε μια σειρά βασικών αγροτικών-διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής παραγωγής, ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 94% περίπου!

     Να διευκρινιστεί ότι η Διατροφική Αυτάρκεια μιας κοινωνίας, δεν έχει να κάνει με ένα ολοκληρωτικά κλειστό κύκλωμα παραγωγής, στο οποίο μια κοινωνία καταναλώνει μονάχα ό, τι παράγει, χωρίς κανενός είδους ανταλλαγές με άλλες κοινωνίες. Έχει όμως να κάνει με το ότι η συγκεκριμένη κοινωνία δεν εξαρτάται για την επιβίωσή της από αυτού του είδους τις ανταλλαγές. Ότι έχει δηλαδή την ικανότητα να παράγει, με βασικό γνώμονα τις ανάγκες της, τα βασικά είδη διατροφής της και δεν είναι αναγκασμένη να εισάγει προϊόντα που θα μπορούσε να παράγει η ίδια.

    Από την παραπάνω έρευνα προκύπτει ότι στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτάρκειας στη φυτική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο περίπου στο 99%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 82% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο μαλακό σιτάρι (32%) και το υψηλότερο στο ρύζι (171 %). Το παράδοξο βέβαια είναι ότι ο Έλληνας, σύμφωνα με τις διατροφικές του συνήθειες, εξαρτάται κατά 40% από τις εισαγωγές τροφίμων.

     Στο μαλακό σιτάρι, από το οποίο γίνεται το κοινό ψωμί, εισάγουμε ετησίως πάνω από 1εκ. τόνους κυρίως από χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Ουκρανία. Η έλλειψη αυτάρκειας της χώρας σε μαλακό σιτάρι δεν οφείλεται σε λανθασμένη «εσωτερική» διανομή της καλλιεργήσιμης γης αλλά στην Κοινή Αγροτική Πολιτική(ΚΑΠ) της ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1957 η Ελλάδα πέτυχε την αυτάρκεια σε μαλακό σιτάρι, με την ποικιλία Γ 38290 που δημιούργησε το Ελληνικό Ινστιτούτο Σιτηρών. Μάλιστα, προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα που διατηρήθηκε μέχρι το 1984! Έκτοτε, και λόγω της ΚΑΠ, αρχίζει ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού, μέσω επιδότησης της καλλιέργειάς του με 35€/στρέμμα, από το οποίο παράγονται τα ζυμαρικά, το χωριάτικο ψωμί, το σιμιγδάλι, ο τραχανάς, το πλιγούρι… Εδώ να προσθέσουμε ότι πολλοί δεν γνωρίζουν ότι πολλά από τα διάσημα ιταλικά ζυμαρικά παράγονται από ελληνικό σκληρό σιτάρι.

     Οι επισιτιστικές κρίσεις και οι δραματικές αυξήσεις των τιμών των τροφίμων σκόπιμα κρύβονται πίσω από πολέμους, φυσικές καταστροφές και από κακές σοδειές, ενώ θα έπρεπε κάνεις να ψάξει αλλού για να βρει τα πραγματικά τους αίτια. Το 75% της παγκόσμιας αγοράς σιτηρών ελέγχεται από 5 μόνο ανθρώπους, οι οποίοι κανονίζουν και κατευθύνουν τεχνητά τη ζήτηση άρα και τις τιμές. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι εισαγωγές μαλακού σιταριού, του τελευταίου εξαμήνου, από τη Ρωσία και την Ουκρανία ανήλθαν σε 380.000 και 330.000 τόνους αντίστοιχα. Γνωρίζοντας ότι η εσωτερική παραγωγή της ΕΕ σε μαλακά σιτηρά κυμαίνεται στους 60εκ. τόνους το εξάμηνο, διαπιστώνουμε ότι η εξάρτηση στις εισαγωγές από Ρωσία και Ουκρανία είναι σχεδόν ανύπαρκτη μιας και αντιστοιχούν στο 1.2% της παραγωγής της. Στην πραγματικότητα, η επίπτωση από το ρωσικό εμπάργκο στις εξαγωγές σιταριού θα έπρεπε να είναι μηδαμινή.

     Από πού προκύπτουν όμως τα δραματικά στατιστικά που ακούμε και μας βομβαρδίζουν τα δελτία ειδήσεων; Ανά εξάμηνο, η ΕΕ εξάγει 20εκ. και εισάγει 1,9εκ. τόνους μαλακού σίτου. Ποσοστιαία, η Ρωσία και η Ουκρανία είναι οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς της καλύπτοντας το 20% και 17% αντίστοιχα του μεριδίου αγοράς. Τα ΜΜΕ προτάσσοντας αυτά τα ποσοστά δημιουργούν ένα ψεύτικο κλίμα δυνητικής έλλειψης προϊόντων, λόγω της δημιουργίας φόβου στους καταναλωτές αυξάνεται τεχνητά η ζήτηση, άρα και οι τιμές των προϊόντων. Τα πραγματικά αποθέματα κρατούνται κλειδωμένα στις αποθήκες περιμένοντας τις υψηλές τιμές ώστε να πουληθούν. Αυτό στην καθομιλουμένη λέγεται αισχροκέρδεια. 

     Ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί μια πιθανή έλλειψη στην επάρκεια μαλακού σίτου αλλά και η επίπτωση της εκτίναξης των τιμών των προϊόντων του στη χώρα είναι η στροφή των καταναλωτών στα προϊόντα σκληρού και δίκοκκου σιταριού, ρυζιού, βρώμης, σόγιας κλπ.

     Το ζητούμενο δεν είναι να αντιμετωπίσουμε ποσοτικά την έλλειψη του λευκού μαλακού ψωμιού αλλά θερμιδικά και διατροφικά. Όπως βλέπουμε στον παραπάνω πίνακα μπορούμε εύκολα να αντικαταστήσουμε τα προϊόντα μαλακού σίτου με άλλων δημητριακών πετυχαίνοντας πλήρη θερμιδική κάλυψη και μάλιστα με προϊόντα που η χώρα έχει σε μεγαλύτερη αυτάρκεια.

1 φέτα λευκό ψωμί άλλωστε ισοδυναμεί με:

  • 1/3 κούπας ρύζι
  • ½ κούπα μακαρόνια
  • 1/3 κούπα κριθαράκι
  • 2 ρυζογκοφρέτες
  • ½ φλιτζάνι βρώμης
  • ½ φλιτζάνι δημητριακά
  • 3 κ.σ πίτουρο σιταριού
  • 85 γρ πατάτα ψητή ή βραστή
  • ½ μέτρια γλυκοπατάτα
  • ½ φλ πλιγούρι

     Αντίστοιχα θα μπορέσουμε να ισορροπήσουμε πιθανές ελλείψεις στο ηλιέλαιο μιας και η χώρα μας έχει 155% επάρκεια σε ελαιόλαδο.

     Αυτό θα μας οδηγήσει σε μια αναθεώρηση και επαναπροσδιορισμό των διατροφικών συνηθειών μας. Έτσι το χωριάτικο και το ψωμί ζέας θα αντικαταστήσουν το λευκό, το ρύζι και τα ζυμαρικά θα συνοδεύουν τα φαγητά μας συχνότερα, η βρώμη θα βρίσκεται καθημερινά στο πρωινό μας. Λύσεις υπάρχουν, εύκολες και γρήγορες, αρκεί… να εκπαιδεύσουμε τον ουρανίσκο μας να συμβιβάζεται.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *