Του Κώστα Σακαρέλου
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει … »,
γράφει ο εθνικός μας ποιητής. Οι Μεσολογγίτες, ύστερα από δωδεκάμηνη πολιορκία από τους Τούρκους και τους Αιγυπτίους, υπέφεραν από την πείνα και από άλλες κακουχίες.
Στο παραπάνω απόσπασμα του ποιήματός του ο Σολωμός παρουσιάζει τις δραματικές επιπτώσεις της πείνας στους κατοίκους του πολιορκημένου Μεσολογγιού, οι οποίοι είχαν εξασθενήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η περιοχή, αντί να σφύζει από ζωή και να ακούγονται παντού φωνές και ήχοι από τις ασχολίες τους, επισκιαζόταν από νεκρική σιωπή. Οι πολιορκημένοι, αν και ήταν ακόμα ζωντανοί, είχαν περιέλθει σε κατάσταση αδράνειας.
Την ώρα που ένα πουλάκι κελαηδούσε, έχοντας βρει έναν ασήμαντο σπόρο για να φάει, η μητέρα το κοίταζε με ζήλια και παράπονο, μιας κι εκείνη δεν είχε τίποτε για να φάει και, το κυριότερο, για να θρέψει τα παιδιά της. Από την έλλειψη τροφής μάλιστα και την εξάντληση τα μάτια της μάνας είχαν μαυρίσει. Παρ’ όλα αυτά, αυτή δε λύγισε κι έδωσε όρκο στα μάτια της, στο φως της, πως θα αντέξει και την πείνα και την τραγική της μοίρα.
Η πείνα, που είχε εξαντλήσει τους κατοίκους και καθημερινά τους έφερνε αντιμέτωπους με την προοπτική του φρικτού θανάτου, αποτελούσε μία από τις πλέον σημαντικές δυσκολίες που οι Μεσολογγίτες έπρεπε να ξεπεράσουν. Η ψυχική δύναμη των πολιορκημένων όμως ήταν ισχυρότερη από κάθε σωματική ταλαιπωρία, κάθε πόνο, αλλά και κάθε πειρασμό.
Δεν ήταν όμως μόνο η έλλειψη τροφής. Ήταν και το υγρό κλίμα της περιοχής, που σε συνδυασμό με την πείνα, αποτελούσαν τις κυριότερες αιτίες εμφάνισης νόσων του γαστρεντερικού συστήματος στους πολιορκημένους.
Αναφέρονται πολύ συχνά επεισόδια διάρροιας και δυσεντερίας, τα οποία τους ταλαιπωρούσαν για μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ελλιπή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δυσκόλευαν τη σύντομη και πλήρη αποκατάσταση της υγείας τους. Πολλοί, εξαιτίας των κακής ποιότητας και πολύ συχνά ακατάλληλων προϊόντων διατροφής (π.χ. έτρωγαν βραστά αρμυρίκια), παρουσίαζαν συμπτώματα αβιταμίνωσης. Είναι χαρακτηριστικός ο απλός τρόπος καταγραφής τους από τον αυτόπτη μάρτυρα Νικόλαο Κασομούλη, ο οποίος γράφει: «… η ασθένεια των περισσοτέρων ήτον ο πονόστομος, και μεταχειρίζοντο ξείδι διά την θεραπείαν, έπειτα, πόνος εις ταις κλειδώσαις, γόνατα, στραγάλια και αγκώνες. …» Ακόμη, στις δύσκολες συνθήκες της πολιορκίας, τα άταφα πτώματα δημιουργούσαν εστίες μόλυνσης και δυσωδίας.
Είναι εξακριβωμένο ότι από την αρχή της πολιορκίας παρουσιάστηκε έλλειψη κρέατος. Μέσα από τα τείχη, αλλά και στα νησάκια της λιμνοθάλασσας, υπήρχε ένας μικρός αριθμός οικόσιτων ζώων. Σύντομα όμως αυτά καταναλώθηκαν, με αποτέλεσμα τους τελευταίους δυο μήνες της πολιορκίας να αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις κατανάλωσης, αρχικά, αλόγων, μουλαριών, γαϊδουριών και μετά σκύλων, γατών, ακόμη και ποντικών. Αργότερα, έλειψαν κι αυτά. Λόγω της περίσφιξης του αποκλεισμού από τον εχθρό, δεν υπήρχε δυνατότητα ψαρέματος, καθώς και πρόσβασης στους βάλτους, γύρω απ’ τη λιμνοθάλασσα, για τη συλλογή βατράχων προς βρώση. Καταγράφονται, επίσης, εξαιτίας της απόγνωσης, ακόμα και περιπτώσεις ανθρωποφαγίας νεκρών. Σχετική μαρτυρία του Νικολάου Κασομούλη αναφέρει : «… εκείνην την ημέραν ένας Κραβαρίτης έκοψεν κρέας από το μηρί ενός φονευμένου και το έφαγεν …»
Ακόμη, σύμφωνα με τον Νικόλαο Μακρή: «… ευρέθηκαν πολλοί εις την σκληράν και αναπόδραστον ανάγκην να φαγώσι και ανθρωπίνας σάρκας και, ως διηγούντο, ελάμβανον το ήπαρ εκ των φονευμένων και όντων κράσεως υγιούς, το ετηγάνιζον με έλαιον και έρριπτον ολίγον ξύδι. …»
Ας διαβάσουμε πώς περιγράφει τη φρίκη της πείνας ο αυτόπτης μάρτυρας Νικόλαος Κασομούλης, ο οποίος στα «Απομνημονεύματά» του, σημειώνει σχετικά:
«Από τα μέσα Φεβρουαρίου (1826), άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Μία Μεσολογγίτισσα, Βαρβάρηνα ωνομάζετο, ήτις περίθαλπεν ασθενήν (και) τον αυτάδελφόν μου Μήτρον, ετελείωσεν την θροφήν της, και μυστικά, (μαζί) με άλλαις δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι, και το έφαγαν.
Τας ηύρα οπού έτρωγαν· ερώτησα πού ηύραν το κρέας, και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν άκουσα ότι ήτον γαϊδούρι.
Μία συνδροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν.
Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, και ακόμη να τα πωλούν μία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται των – και πού να προφθάσουν; Τρεις ημέραις απέρασαν, και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα.
Περί τα τέλη Φεβρουαρίου, οι στρατιώται άλλοι είχαν από 2 – 3 οκ. αλεύρι (έκαστος), και άλλοι καθόλου. Εδιορίσθη μία επιτροπή να παρατηρήση εις όλας τας οικίας, και εις τα κιβώτια (των οικογενειών), και (ό,τι αλεύρι ευρεθή) να το συνάξη (δια) να διανεμηθή κατ’ άνδρα εις όλους, στρατιώτας και πολίτας, μικρούς και μεγάλους, (ώστε) να σώσωμεν (την τροφήν) όλοι ίσια (1023)».
«Εξετάσασα κατά σειράν όλας τας οικίας, μόλις ηύρεν 600 οκάδες και έως 600 (άλλες οκ.) οπού είχαν αι (ευρεθείσαι) σάκκιναις, 1200. Τούτο (το αλεύρι) εμοιράσθη με εν φιλτζιάνι (ως μέτρον). Εμοίρασαν και από εν φιλτζιάνι κουκκιά. Άρχισαν λοιπόν να σμίγουν ετούτο το ολίγον κουκκί και αλεύρι εις την τέντζερην και να βάνουν (μέσα και) κάβουρους στουμπίζοντές τους.
Ο συνεργάτης του Κου Γ. Μεσθενέα τυπογράφου, καθήμενος εις την οικίαν μας, έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν, και έβαλεν τον ψυχογυιόν του Στορνάρη και εσκότωσαν άλλην μίαν. Τούτος υπέμνησεν (εις) τους άλλους (να προσέξουν το ίδιον), και εις ολίγαις ημέραις γάτα δεν έμεινεν.
Ο Αγιομαυρίτης ιατρός (Π. Στεφανίτσης) εμαγείρευσεν τον σκύλον του με λάδι, από το οποίον είχαμεν αρκετόν, και επαινούσεν το φαγί του ότι ήτον το πλέον νοστιμώτερον.
Οι στρατιώται πλέον αυθαδίασαν, και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάταν έβρισκαν εις τον δρόμον.
Άλογα δεν είχαν μείνει άλλα παρά εν άτι του Στρατ. Γεωργάκη Κίτζιου, ο περίφημος Αλαμπάτζιας (;) άτι του (Κ.) Τζιαβέλα και εν σαμαργιάρικον, το οποίον είχεν ο (Ν.) Στορνάρης και το έθρεφεν (δια) να καβαλλικεύση χρείας τυχούσης, ως αδύνατος.
Τρέχοντες οι στρατιώται άνω – κάτω – ζητούντες ζώα – έφθασαν και εις του Στορνάρη την οικίαν, και άρπαξαν και εκείνο. Με μυρίας παρακλήσεις και, το κάτω (-κάτω), με ανθιστάσεις εδυνήθημεν να το σώσωμεν.
Εξετάζοντες εις τας οικίας, ηύραν εις μιας γυναίκας Μισολογγίτισσας (το σπίτι), υποκάτω από το στρώμα, έως 25 οκ. αλεύρι. Τούτο έδωσεν αιτίαν να ξανακοιτάξουν και αυτά τα προσκέφαλα ακόμα (των σπιτιών), και το έκαμεν η διορισθείσα επιτροπή.
Η επιτροπή ηύρεν τρυπωμένον (ποσόν) τριάντα πέντε οκάδες γαλέττα, το οποίον είχεν κρυμμένον ο φροντιστής του Στορνάρη Μήτρος Γρουμπογιάννης. Το λεηλάτησαν (και αυτό), και τούτον έπειτα τον έδειραν οι στρατιώται μας, διότι μας έβλεπεν ότι πεθαίνομεν ολοένα, και αυτός ζούσεν καλά. Ίσως ήτον (τούτο) και με την γνώμην του Στορνάρη.
Αρχίσαμεν, περί τας 15 Μαρτίου, ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θαλάσσης· το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα, και το ετρώγαμεν.»
Πιο κάτω, στη σελίδα 243, αναφέρει:
«Εδόθησαν και εις τους ποντικούς πλην ήτον ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμεν, κατά δυστυχίαν.
Από την έλλειψιν της θροφής αύξαναν αι ασθένειαι, πονόστομος και αρθρίτις.
Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμασθον όταν μας έφθασεν το γράμμα των απεσταλμένων (μας εις Ναύπλιον συσταίνον) να βαστάξωμεν 12 ημέραις, και να φάγωμε (εν ανάγκη) ένας τον άλλον. Με αυτήν την κατάστασιν επολέμησαν οι αθάνατοι της Κλείσοβας 13 ώραις.»
Πηγή: Νικολάου Δ. Κασομούλη: «Ενθυμήματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833», τόμος 2ος, χορηγία Παγκείου Επιτροπής, Αθήναι 1941