Ήταν ξημερώματα Σαββάτου όταν κόπηκε άδοξα το νήμα της ζωής μίας από τις σπουδαιότερες μορφές του αντιδικτατορικού αγώνα – Επρόκειτο για έναν από τους λίγους που δεν υπέκυψε στα βασανιστήρια και δεν πρόδωσε τα «πιστεύω» και τα ιδεώδη του
Ξημέρωνε Πρωτομαγιά του 1976 και ο ασυμβίβαστος Αλέκος Παναγούλης περνούσε μέσα σε δευτερόλεπτα στο πάνθεον της Ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Εκείνο το ξημέρωμα κόπηκε άδοξα το νήμα της ζωής του καθώς ενώ κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, ενώ δίπλα του είχε ένα ή δύο αυτοκίνητα που έμοιαζαν να κάνουν κόντρα μαζί του.
Ο Παναγούλης έχασε τον έλεγχο του Fiat Mirrafiori που του είχε χαρίσει η σύντροφος του Οριάνα Φαλάτσι και καρφώθηκε σε ένα υπόγειο κατάστημα επί της λεωφόρου, κάθετα στην πορεία του. Δευτερόλεπτα αργότερα θα άφηνε την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο. Ήταν μόλις 36 ετών.
Οι εκδοχές για τον θάνατό του
Εκείνη την περίοδο υπήρχαν αρκετές θεωρείες γύρω από το δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή του. Κάποιοι, μάλιστα μίλησαν ακόμα για δολοφονία. Συγκεκριμένα δήλωναν ότι το τροχαίο ατύχημα είχε στηθεί για να θέσει τον Αλέξανδρο Παναγούλη εκτός μάχης και να εξαφανίσει τις αποδείξεις που είχε υπό την κατοχή του. Δεν έχει παρουσιαστεί ωστόσο μέχρι σήμερα κανένα τεκμήριο για όλες αυτές τις εικασίες.
Στις 3 Μαΐου ένας 31χρονος άνδρας, ο Μιχάλης Στέφας, εμφανίστηκε στην αστυνομία πόλεων και δήλωσε ότι εκείνος ήταν που χωρίς δόλο προκάλεσε το ατύχημα. Μάλιστα όπως είπε φρέναρε απότομα με αποτέλεσμα ο Παναγούλης να μην μπορέσει να αντιδράσει. Έτσι λοιπόν επιβεβαίωνε την εκδοχή του δυστυχήματος. Σημειώνεται πως οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες της εποχής παρουσίασαν τον Στέφα ως μέλος του «Ρήγα Φεραίου».
Όμως ο εισαγγελέας Τσεβάς που ανέλαβε την υπόθεση αρχικά μιλούσε για δολοφονία: «Ερευνάται η υπόθεσις προς πάσα κατεύθυνσιν και αφήνει μεγάλα περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο ατύχημα. Τόσο περίεργο ώστε να μην μπορεί να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα», είχε δηλώσει ο Τσεβάς, όπως αναφέρει η «Μηχανή του Χρόνου».
Ο Στέφας ένα χρόνο αργότερα κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Η δικαστική απόφαση έκανε λόγο για τροχαίο δυστύχημα. Ο Στέφας καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 11 μηνών. Η ποινή του εξαγοράστηκε σε 150 δραχμές τη μέρα και πρόστιμο 3.000 δραχμών. Η οικογένεια του Παναγούλη μίλησε για απόφαση – παραδία και αποχώρησε.
Στις 5 Μαΐου παίχτηκε στη Μητρόπολη Αθηνών η τελευταία πράξη της πολυτάραχης ζωής ενός ήρωα όπως ο Παναγούλης. Χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν εκεί για να πουν το δικό του αντίο σε έναν άνθρωπο που έδωσε τα πάντα για τη Δημοκρατία.
Το συγκεντρωμένο πλήθος την ώρα που το γυάλινο φέρετρο περνούσε το κατώφλι της Μητρόπολης φώναζε «Ζει», ενώ στην κηδεία δεν παρέστη ούτε ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ούτε ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής. Μάλιστα ούτε οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν έστειλαν εκπρόσωπό τους.
Λίγες μέρες πριν τον ξαφνικό θάνατό του είχε υποβάλλει την παραίτησή του από βουλευτής της Ένωσης Κέντρου. Εκείνη την περίοδο ετοιμαζόταν να προβεί σε αποκαλύψεις για τις σχέσεις που είχαν πολιτικοί με το χουντικό καθεστώς. Ωστόσο οι συγκεκριμένες αποκαλύψεις δεν έγιναν ποτέ.
Όταν αποπειράθηκε να δολοφονήσει έναν «τύραννο»
Το πρωί της 13ης Αυγούστου 1968, μία μικρή φάλαγγα κατευθυνόταν προς την Αθήνα από το Λαγονήσι. Ήταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος με τη συνοδεία του, που ξεκίνησε όπως συνήθως, από την έπαυλή του στο 38ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Σουνίου. Προπορεύονταν δύο μοτοσυκλέτες, ακολουθούσε το αυτοκίνητο του δικτάτορα και σε απόσταση 10 μέτρων το αυτοκίνητο της ασφάλειας.
Η φάλαγγα κινείτο κανονικά και μεταξύ 31ου και 32ου χιλιομέτρου, πέρασε πάνω από μία υπόγεια σήραγγα αποχέτευσης των νερών της βροχής, μήκους 7 μέτρων. Μόλις πέρασε και το αυτοκίνητο της ασφάλειας, μια ισχυρή εκκωφαντική έκρηξη έγινε μέσα στη σήραγγα και άνοιξε δύο μεγάλες τρύπες στο κατάστρωμα του δρόμου.
Ήταν φανερό ότι η έκρηξη προοριζόταν να πλήξει τον δικτάτορα, αλλά καθυστέρησε ένα ή δύο δευτερόλεπτα. Αμέσως η φάλαγγα σταμάτησε, οι άνδρες της ασφάλειας έτρεξαν επί τόπου, ενώ ειδοποιήθηκε από τον ασύρματο η αρμόδια διοίκηση Χωροφυλακής και σε λίγα λεπτά κατέφτασε ισχυρή δύναμη που απομόνωσε την περιοχή. Έπειτα από συστηματική έρευνα, ανακαλύφτηκε ο Παναγούλης, ντυμένος με μαγιό και κρυμμένος κάτω από ένα βράχο. Ο ίδιος παρέμεινε σιωπηλός, χωρίς να δηλώσει την ταυτότητά του. Είπε μόνο ότι δεν είχε συνεργούς. Μόνο έπειτα από δύο μέρες εξακριβώθηκε η ταυτότητά του.
Ο Παναγούλης οδηγήθηκε στο άντρο των βασανιστηρίων της ΕΣΑ. Την ανάκρισή του ανέλαβε ένας από τους πλέον διαβόητους βασανιστές, ο ταγματάρχης Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ενώ το ίδιο βράδυ κατέφτασε επειγόντως από τη Δράμα, όπου βρισκόταν, ο διοικητής της ΕΣΑ και αργότερα οργανωτής της προδοσίας της Κύπρου, αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Ιωαννίδης.
«Ύστερα από αυτή την πρώτη φορά, τον ξαναείδα στις 28 Αυγούστου, δηλαδή 15 μέρες αργότερα. Ήταν στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου με είχαν πάει πληγιασμένο, σε κωματώδη κατάσταση, επειδή αρνιόμουν να πάρω τροφή. Μετά συνήλθα από το κώμα, με είχαν αλυσοδεμένο στο κρεβάτι. Ο Ιωαννίδης ζύγωσε, μαζί με τον αρχηγό των βασανιστών μου, τον Θεοφιλογιαννάκο, κι αμέσως ο Θεοφιλογιαννάκος ρίχτηκε επάνω μου φωνάζοντας: “Μίλα. μίλα ή θα σε κάνω να μιλήσεις εγώ. Μην πιστέψεις ότι θα γλυτώσεις, επειδή είσαι στο νοσοκομείο” Μην έχοντας τη δύναμη να του απαντήσω, τον έφτυσα στο πρόσωπο. Ο Θεοφιλογιαννάκος απάντησε με μια φοβερή γροθιά.
Το αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα κι από τη μύτη μου, μα ο Ιωαννίδης σήκωσε το χέρι, σάμπως αγανακτισμένος ή σα να ήθελε να τον σταματήσει και είπε: “Φαίνεται δεν έμαθες ακόμα πως ένας στους εκατό χιλιάδες δεν μιλάει κι αυτή είναι η περίπτωσή του”. Έπειτα στράφηκε σε μένα, και πάντα ψύχραιμος και ήρεμος, πρόσθεσε: “Θα σε τουφεκίσω”…», δήλωσε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του στην Καθημερινή μετά την πτώση της χούντας.
Οι αρχές κατόρθωσαν να συλλάβουν πολλούς από τους συναγωνιστές του Παναγούλη και γενικά η προανάκριση αποκάλυψε όλο το μηχανισμό και το δίκτυο της απόπειρας. Το προανακριτικό πόρισμα του Θεοφιλογιαννάκου εκδόθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1968 και δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες στις 20 Οκτωβρίου. Στο πόρισμα γινόταν λόγος για τις λεπτομέρειες της απόπειρας που οργάνωσε ο Παναγούλης μαζί με τον Ζαμπέλη και τον Λεκανίδη, αλλά και για το ρόλο του Πολύκαρπου Γεωρκάτζη, σκοτεινής φυσιογνωμίας, υπουργού Εσωτερικών και Άμυνας της Κύπρου, για τον οποίον το πόρισμα ανέγραφε μεταξύ άλλων τα εξής:
«”Η ενεργός ανάμιξις τούτου εις τον αποκλειστικόν εφοδιασμόν της οργανώσεως, διά παντοειδούς στρατιωτικού υλικού, το οποίον αποστέλλει δι’ επισήμου οδού εις την Ελλάδα και η εν γένει οικονομική ενίσχυσις ταύτης, τυγχάνει σκανδαλώδης και προκαλεί κατάπληξιν, διότι σπανίως, αν μη ουδέποτε, εμφανίζεται εις πρόσωπα κατέχοντα επισήμους θέσεις. Έχει το ψευδώνυμον “Ακρίτας”, είναι ο στρατιωτικός αρχηγός της οργανώσεως “Ελληνική Αντίσταση”… Επίσης καλύπτει απολύτως και τον καταζητούμενον Α. Παναγούλην, κατά την πρώτην μετάβασιν τούτου εν Κύπρω, ότε παρέμεινεν εκεί επί εν περίπου εξάμηνον, τελικώς δε τον εφοδιάζει με γνήσιον κανονικόν διαβατήριον….».
Ο Π. Γεωρκάτζης υπέβαλε παραίτηση, αλλά τον κάλυψε με δηλώσεις του ο ίδιος ο Μακάριος, μη αποδεχόμενος την παραίτησή του. Η χούντα της Αθήνας όμως έστειλε τελεσίγραφο στον Κύπριο πρόεδρο, απειλώντας τον με διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου. Έτσι, στις 27 Οκτωβρίου ο Γεωρκάτζης έφυγε στο Λονδίνο και την 1η Νοεμβρίου έστειλε από εκεί νέα επιστολή παραίτησης, την οποία ο Μακάριος αυτή τη φορά αποδέχτηκε.
Στις 4 Νοεμβρίου άρχισε η δίκη του Αλ. Παναγούλη και των άλλων συλληφθέντων μελών της οργάνωσής του. Ακόμη και στο εδώλιο του κατηγορουμένου ο Αλ. Παναγούλης βρισκόταν διαρκώς εν μέσω δύο ασφαλιτών. Η απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου εκδόθηκε στις 17 Νοεμβρίου.
Καταδικάστηκε δις εις θάνατον
Ο Αλ. Παναγούλης καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Ο Λευτέρης Βερυβάκης, πολύ αργότερα υπουργός κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Για την ίδια υπόθεση καταδικάστηκαν οι : Ιωάννης Κλωνιζάκης (24 χρόνια), Νικόλαος Λεκανίδης (23 χρόνια), Γεώργιος Ελευθεριάδης (18 χρόνια), Νικόλαος Ζαμπέλης (18 χρόνια), Γεώργιος Αβράμης (16 χρόνια), Στάθης Γιώτας (10 χρόνια). Οι Αρ. Κλωνιζάκης, Ι. Βαλασέλης και Α. Πρίντεζης καταδικάστηκαν σε ποινές 1-4 ετών με αναστολή, ενώ οι Μ. Παπούλιας, Α. Σιγάλας και Δ. Τιμογιαννάκης αθωώθηκαν.
«Πρόκειται για μια αληθινή πολιτική δολοφονία που προορίζεται να συγκαλύψει την αδυναμίας ενός καθεστώτος, το οποίο τίθεται πλήρως υπό αμφισβήτηση από τις επαναστατικές αντιδράσεις του ελληνικού λαού» δήλωσε για την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου ο Γάλλος Ντενί Λανγκλουά, εκπρόσωπος της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο οποίος παρακολούθησε τη δίκη ως παρατηρητής. Η εκτέλεση έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέσα σε τρία 24ωρα το αργότερα, αν δεν απονεμηθεί χάρη.
Ο Παναγούλης αρνήθηκε κατηγορηματικά να υποβάλει αίτηση χάριτος. Ξεσηκώθηκε παγκόσμια κατακραυγή και ασκήθηκαν σοβαρότατες διεθνείς πιέσεις να αποτραπεί η εκτέλεση. Η χούντα υπέκυψε και έτσι σιωπηρά η ποινή παρέμεινε ανεκτέλεστη. Ο Παναγούλης μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας και κατόπιν στις φυλακές Μπογιατίου, χωρίς να θεωρείται πια μελλοθάνατος.
Όπως σημείωνε η Οριάνα Φαλάτσι στην συνέντευξή της με τον Αλέξανδρο Παναγούλη μετά την απελευθέρωσή του, η πράξη του ήταν μια πολιτική πράξη εναντίον της δικτατορίας. Η Φαλάτσι περιέγραφε τον Α. Παναγούλη ως εξής: «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».
Οι αποδράσεις και η ποίηση
Ο Παναγούλης δραπέτευσε από τη φυλακή στις 5 Ιουνίου 1969, συνελήφθη όμως εκ νέου και οδηγήθηκε προσωρινά στο στρατόπεδο στου Γουδή για να μεταφερθεί μετά από ένα μήνα και πάλι στις φυλακές Μπογιατίου. Εκεί τον περίμενε η απομόνωση σε κελί που το έφτιαξαν ειδικά για τον Παναγούλη και ήταν σαν αντίγραφο τάφου. Επιχείρησε να δραπετεύσει αρκετές φορές ανεπιτυχώς. Ως διέξοδο έγραφε ποιήματα. Συνέχισε να γράφει ακόμα και όταν του κατέσχεσαν κάθε γραφική ύλη, χρησιμοποιώντας για μελάνι το αίμα του και για χαρτί τους τοίχους του κελιού-τάφου του.
Από την αμνηστία στην αυτοεξορία
Τον Αύγουστο του 1973 –μετά από τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια φυλάκισης– απελευθερώθηκε βάση της γενικής αμνηστίας που απένειμε το καθεστώς των συνταγματαρχών στους πολιτικούς κρατούμενους, κατόπιν της αποτυχημένης προσπάθειας του Γ. Παπαδόπουλου να φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς του. Αυτοεξορίστηκε εκ νέου, αυτή τη φορά στην Φλωρεντία της Ιταλίας, για να επαναδραστηριοποιηθεί στην αντίσταση, ουσιαστικά όμως συνέχισε την αντίσταση στην Ελλάδα ερχόμενος κρυφά όπου και οργάνωνε ομάδες αντίστασης.
Ο άνθρωπος «σύμβολο»
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης βασανιζόταν καθημερινά, με τα πιο ευφάνταστα, σκληρά και αποκρουστικής σύλληψης βασανιστήρια καθ΄ όλη την διάρκεια της κράτησης του. Η αυτοκυριαρχία του, η αυτοπειθαρχία του, το πείσμα στο να υπερασπιστεί αυτό που πίστευε και το χιούμορ που διέθετε λειτούργησαν σαν ασπίδες χάρη στις οποίες κατόρθωσε να επιβιώσει τον σωματικό και ψυχικό βιασμό.
Κατά πολλούς, στις φυλακές του Μπογιατίου έγραψε τα καλύτερα του ποιήματα στον τοίχο του κελιού του ή σε μικροσκοπικά παλιόχαρτα, με μελάνι συχνά το ίδιο του το αίμα. Πολλά από τα ποιήματα του δεν διασώθηκαν. Αρκετά όμως από αυτά είτε κατάφερε να τα βγάλει από την φυλακή με διάφορους τρόπους είτε να τα ξαναγράψει αργότερα χάρη στο ισχυρό μνημονικό του.
Οι φρικιαστικές περιγραφές για τα βασανιστήρια που υπέστη στα κρατητήρια της ΕΣΑ
Το 1975 πραγματοποιήθηκε η δίκη των βασανιστών της χούντας με τον Αλέκο Παναγούλη να είναι εκ των βασικών μαρτύρων κατηγορίας. Ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει 47 χρόνια από τη μαρτυρική του κατάθεση τα λόγια του ακούγονται συγκλονιστικά.
«Κύριε Πρόεδρε συνελήφθην το πρωί της 13ης Αυγούστου, στην παραλιακή οδό, στο σημείο που έγινε η απόπειρα εναντίον του Παπαδόπουλου. Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι τη στιγμή που βγήκα από τις φυλακές μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να συναντήσω τον κατηγορούμενο Θεοφιλογιαννάκο», ξεκινούσε την συγκλονιστική αφήγησή του o Παναγούλης.
«Από την πρώτη στιγμή και παρουσία των Λαδά, Τζεβελέκου, Καραμπάτσου άλλων ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών άρχισε με τα χέρια δεμένα πίσω να μου κάνει εγκαύματα με το τσιγάρο του, να μου τραβάει τα μαλλιά και να μου χτυπάει το κεφάλι ωρυόμενος και στη συνέχεια προχωρήσαμε για να φτάσουμε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ», συνέχιζε.
«Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραβδισμάτων μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων.
Ο Θεοφιλογιαννάκος ο ίδιος προσωπικά με χτύπησε με ένα καλώδιο, κατ’ επανάληψη σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή των ώμων μου σημάδια γιατί το άκρο του καλωδίου ήταν δεμένο με σύρμα και δημιούργησε μεγαλύτερη πληγή. Και στη μια πλευρά και στην άλλη», κατέληγε στην κατάθεσή του.
Ο ποιητής Παναγούλης
Το 1972, ενώ ήταν ακόμη στη φυλακή, εκδίδεται στο Παλέρμο η πρώτη ποιητική του συλλογή στα Ιταλικά Altri seguiranno: poesie e documenti dal carcere di Boyati (Άλλοι θα ακολουθήσουν: ποίηση και ντοκουμέντα από τις Φυλακές του Μπογιατίου) με εισαγωγικό σημείωμα από τον Ιταλό πολιτικό Φερούτσιο Πάρη και τον Ιταλό σκηνοθέτη και καλλιτέχνη Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Για το έργο του αυτό ο Α. Παναγούλης βραβεύτηκε με το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Βιαρέτζιο (Premio Viareggio Internazionnale) τη χρονιά που ακολούθησε.
Μετά την απελευθέρωση του ο Α. Παναγούλης εξέδωσε στο Μιλάνο την δεύτερή του ποιητική συλλογή στα Ιταλικά Vi scrivo da un carcere in Grecia (Σας γράφω μέσα από μια φυλακή στην Ελλάδα) με εισαγωγικό σημείωμα από τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Είχε προηγηθεί η έκδοση στα ελληνικά τετραδίων όπως η συλλογή με τίτλο «Η Μπογιά».
Με πρωτοβουλία του τότε προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατικής Νεολαίας (Ε.ΔΗ.Ν.) και σήμερα προέδρου της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου (Ε.ΔΗ.Κ.) επανεκδόθηκαν από τις εκδόσεις Παπαζήση τα ποιήματα του Αλέκου Παναγούλη. Το εξώφυλλο της έκδοσης κοσμεί έργο νέου σπουδαστή νικητή διαγωνισμού γραφιστικής με θέμα το πρόσωπο του Αλέκου.
Στο μεταξύ η ζωή και το έργο του τροφοδότησε τους καλλιτεχνικούς κύκλους. Συγκεκριμένα, ο διάσημος μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε ποιήματα του. Ακόμη, η ποίηση και η ζωή του Α. Παναγούλη έγινε αντικείμενο μελέτης για πολλούς ερευνητές. Σε αυτή την ομάδα εντάσσεται και το έργο Un Uomo (Ένας Άντρας) που εκπονήθηκε από την Ιταλίδα δημοσιογράφο και σύντροφό του Οριάνα Φαλάτσι.
Κατά πολλούς, ο Αλέξανδρος Παναγούλης, ο παραλίγο «τυραννοκτόνος», με την θαρραλέα του πράξη (την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα) έχει καθιερωθεί σαν σύμβολο της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και χάρη στο πολιτικό του ήθος εμπνέει τις νέες γενιές στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.
Αντί επιλόγου. Λένε πως οι νεκροί πεθαίνουν μόνο όταν ξεχαστούν…Όμως οι ΗΡΩΕΣ σαν τον Αλέκο Παναγούλη δεν ξεχνιούνται ποτέ…