Κατηγορίες

Αλέξανδρος Παναγούλης & Οριάνα Φαλάτσι : Eνας ξαφνικός, μοιραίος έρωτας που ξεκίνησε με μια συνέντευξη

93 χρόνια πριν, στις 29 Ιουνίου του 1929 γεννήθηκε η θαρραλέα Ιταλίδα δημοσιογράφος που ρίσκαρε ακόμα και την ίδια της τη ζωή για τη δουλειά της.

Αλέξανδρος Παναγούλης… Έλληνας πολιτικός και ποιητής ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στον αγώνα κατά της Δικτατορίας της Χούντας των Συνταγματαρχών (1967-1964).

Έγινε γνωστός, τόσο για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου 1968, για την αντοχή του στα βασανιστήρια που ακολούθησαν αλλά και για το μεγάλο έρωτα που έζησε τη διάσημη Ιταλίδα δημοσιογράφο και συγγραφέα, Οριάνα Φαλάτσι.

Είναι κάποιοι έρωτες στη λογοτεχνία που έχουν αφήσει ιστορία. Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Ερωφίλη και Ερωτόκριτος, Άννα Καρένινα και Αλεξάντρ Βρόνσκι είναι μερικά παραδείγματα.

Μια ιστορία βγαλμένη από σύγχρονο παραμύθι -δίχως όμως κι αυτή να έχει happy end-είναι της Οριάνας Φαλάτσι και του Αλέκου Παναγούλη. Δυο άνθρωποι που αγαπιούνται δυνατά. Εκείνος, δυστυχώς, φεύγει νωρίς. Κι εκείνη…δεν τον ξεπερνά ποτέ.

Η ασυμβίβαστη, ορμητική, απρόβλεπτη, αφοπλιστικά ειλικρινής Οριάνα έχει και άλλη μια πλευρά του εαυτού της. Συναισθηματική και μελαγχολική, μια γυναίκα που ξέρει να αγαπά αληθινά τον μοναδικό της έρωτα. Τον θαρραλέο Αλέκο Παναγούλη. Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά το χαμό του, η προσωπική της ζωή παραμένει στάσιμη και δεν δημιουργεί ποτέ οικογένεια.

Δύο από τα βιβλία της “Γράμμα σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ” και το “Ένας άντρας” γράφονται για τον άντρα της ζωής της και για τον καρπό του έρωτά της μαζί του. Για ένα μωρό που δεν αγκαλιάζει ποτέ με τα χέρια της, παρά μόνο με την καρδιά της.

Αφορμή για τη γνωριμία τους, στάθηκε μια συνέντευξη. Κι εκείνη ήταν που ένωσε δύο από τις πιο εκρηκτικές προσωπικότητες εκείνης της εποχής.

Η γνωριμία του ζευγαριού γίνεται το 1973, όταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος δίνει αμνηστία και ο Παναγούλης βγαινει από τη φυλακή, όπου κρατούνταν και βασανίστηκε για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα.

Η Φαλάτσι σπεύδει αμέσως να του πάρει συνέντευξη. Απευθύνεται στον Θανάση Πετρίδη, στον (ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ) Νίκο Σηφουνάκη, στον Μίκη Νικολακάκη και στον Νίκο Ζαρμπέλη, που είναι συγκρατούμενος του Παναγούλη και είχε αποδράσει από τις φυλακές της Αίγινας. Θέλει οπωσδήποτε να τη φέρουν σε επαφή μαζί του. Δεν περνάνε λίγες μέρες μέχρι που γίνεται η πρώτη τους συνάντηση. Από τότε ξεκινά το δικό τους ειδύλλιο.

Ο έρωτάς τους γεννήθηκε με τη φράση του Παναγούλη: «Δεν επεδίωξα να σκοτώσω. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».

Ακολουθούν αποσπάσματα από τη συνέντευξη…

«Ολες εκείνες οι απεργίες πείνας, λόγου χάρη, εξασθένησαν τον οργανισμό μου. Θα μου πεις για ποιο λόγο επέβαλες τον εαυτό σου και στις απεργίες πείνας; Γιατί στη διάρκεια των ανακρίσεων, η απεργία πείνας είναι ένα μέσο για να αντισταθείς. Τους αποδείχνεις δηλαδή ότι δεν μπορούν να στα πάρουν όλα, μιας και έχεις το θάρρος να τ’ απαρνιέσαι όλα.

Θα εξηγηθώ καλύτερα. Αν δεν δέχεσαι να φας και τους κάνεις επίθεση, αυτοί εκνευρίζονται και ο εκνευρισμός τους εμποδίζει να εφαρμόσουν συστηματικό τρόπο ανάκρισης (…)

Θέλω να πω ότι με την απεργία πείνας το σώμα εξασθενίζει και αυτό δεν επιτρέπει την συνέχιση της ανάκρισης, γιατί είναι ανώφελο να ανακρίνεις και να βασανίζεις κάποιον που χάνει τις αισθήσεις του. Αυτές τις συνθήκες μπορείς να τις πετύχεις ύστερα από τρεις ή τέσσερις μέρες χωρίς τροφή και νερό. Ιδιαίτερα αν χάνεις και αίμα από τις πληγές που σου προκαλούν τα βασανιστήρια. Ετσι αναγκάζονται να σε μεταφέρουν στο νοσοκομείο και…

Μα και οι αναμνήσεις μου από το νοσοκομείο είναι οδυνηρές. Προσπαθούσανε να με θρέψουνε με έναν πλαστικό σωλήνα, από τη μύτη. Υπέφερα πολύ, έστω κι αν ένιωθα πως με όλα αυτά κέρδιζα χρόνο. Κι έπειτα..

-Κι έπειτα;

-Επειτα από το νοσοκομείο με μεταφέρανε και πάλι στην αίθουσα των βασανιστηρίων και ξανάρχιζαν να με βασανίζουν. Τότε κι εγώ έκανα και πάλι απεργία πείνας, τους προκαλούσα και πάλι, κρατούσα και πάλι στάση περιφρονητική , επιθετική. Ετσι το σύστημά τους αποτύχαινε ξανά.

Κι αναγκάζονταν να με ξαναπηγαίνουν στο νοσοκομείο και να προσπαθούν να με ταϊζουνε με σωλήνα από τη μύτη. Ω, και η συμπεριφορά μερικών γιατρών ήταν αηδιαστική. Στο νοσοκομείο οι βασανιστές συνεχίζανε την ανάκριση. Αλλά με τρόπο λιγότερο συγκροτημένο, γιατί εκεί δεν είχαν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις μεθόδους τους. Επρεπε λοιπόν να συνεχίζω αυτές τις απεργίες πείνας με κάθε θυσία. Ηταν ένα όπλο κυριολεκτικά απαραίτητο.

– Ναι για την περίοδο των ανακρίσεων το καταλαβαίνω… Μα αργότερα, Αλέκο στη φυλακή;

-Και στη φυλακή δεν υπήρχε αποτελεσματικότερος τρόπος για να εκφράσω την αηδία μου, την περιφρόνησή μου και για να τους δώσω να καταλάβουν ότι δεν είχαν τη δύναμη να με κάνουν να λυγίσω. Εστω κι αν ήμουν πια φυλακισμένος. Και με τις απεργίες πείνας είχα το συναίσθημα ότι δεν ήμουν μόνος και πίστευα ότι κάτι πρόσφερα και εγώ στην ελληνική υπόθεση.

(…) Πολλές από τις απεργίες πείνας που έκανα στη φυλακή τις προκαλούσε η συμπεριφορά τους απέναντί μου. Μου στερούσαν ακόμα και μια εφημερίδα, ένα βιβλίο, ένα μολύβι, ένα τσιγάρο. Και για να μου δώσουν ένα βιβλίο, ένα μολύβι, ένα τσιγάρο κατέφευγα στην άρνηση τροφής. Για μέρες ατελείωτες. Εκανα μια απεργία πείνας που κράτησε σαράντα τέσσερις μέρες, μια σαράντα, μια τριάντα επτά, δύο τριάντα δύο, μια τριαντα, πέντε ανάμεσα στις εικοσιπέντε και στις τριάντα μέρες…

Εκανα τόσες πολλές. Κι όμως δεν σταμάτησαν ποτέ τους ξυλοδαρμούς. Ποτέ. Εφαγα τόσο ξύλο σε εκείνο το κελί. Τα πλευρά που μου σπάσανε δέρνοντάς με με σιδερένιους λοστούς, μόλις τώρα αρχίζουν να συνέρχονται.

-Πότε σε χτύπησαν τελευταία φορά;

– Αν μιλάς για συστηματικό ξυλοδαρμό, στις 25 Οκτωβρίου 1972, την 35η μέρα μιας απεργίας πείνας»

Δυστυχώς, το τέλος αυτής της σχέσης έμελλε να έρθει πολύ νωρίς και να είναι τραγικό.

Την 1η Μαίου του 1976, ο Παναγούλης, χάνει τη ζωή του με το μοιραίο Mirafiori -το αυτοκίνητο που η Οριάνα του αγόρασε-,στη λεωφόρο Βουλιαγμένης την 1η Μαΐου του 1976 κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες…

Η κηδεία του Αλέξανδρου Παναγούλη έγινε στις 5 Μαίου του 1976. “[…>Κείνο το ατέλειωτο ταξίδι, με το φέρετρο πεταμένο στραβά και το κορμί σου σε κοινή θέα σαν αντικείμενο βιτρίνας, βάρβαρα, σχεδόν σαν πρόκληση πουτάνας: κοιτάτε – αλλά – μην – αγγίζετε.

Κείνος ο εφιάλτης δίχως τέλος, μέσα στη νεκροφόρα που φυλακισμένη από τη λάβα δεν προχωρούσε και, αν κέρδιζε κάνα μέτρο, το ξανάχανε αμέσως. Θα πρέπει να κάναμε τρεις ώρες για μια διαδρομή που σε κανονικές συνθήκες χρειαζόταν δέκα λεφτά: οδός Μητροπόλεως, οδός Όθωνος, οδός Αμαλίας, οδός Διάκου, οδός Αναπαύσεως.

Οι αστυφύλακες που θα `πρεπε να συνοδεύουν την προγραμματισμένη πομπή είχαν χαθεί αμέσως μέσα στο μακελειό, συχνά πληγωμένοι ή κακοποιοημένοι· οι νεαροί που `χαν αναλάβει την περιφρούρηση σαρώθηκαν αμέσως, από πολλές δεκάδες δεν απόμειναν παρά πέντε έξι ναυάγια γεμάτα μελανιές που τεντώνονταν να προστατέψουν τα σπασμένα παράθυρα.

Το βλέπει κανείς και στις φωτογραφίες που πάρθηκαν από ψηλά και όπου η νεκροφόρα είναι μια μικρή ακαθόριστη κηλίδα που πνίγεται μέσα στο στρόβιλο μιας συμπαγούς μάζας, το μάτι του κυκλώνα, το κεφάλι του χταποδιού.[…] Oriana Fallaci, `Ενας `Ανδρας.

“Οι φίλοι είναι ξένοι, μπορεί να είναι και περαστικοί…Η φιλία είναι ένα εφήμερο μέσο, τεχνητό και πολύ συχνά ψεύτικο. Μην περιμένεις ποτέ από μία φιλία τα θαύματα που κάνει ο έρωτας! Όχι, εμένα δεν μου αρκεί η φιλία. Εγώ έχω ανάγκη από τον έρωτα.

Έχω ανάγκη από το να αγαπάω και να με αγαπούν με τις δεσμεύσεις του έρωτα, με τις δυσκολίες του έρωτα, το απόλυτο και τις τυραννίες του έρωτα, του έρωτα της ψυχής και του σώματος”.λέει κάποτε για τον έρωτα.Η Οριάνα δεν ερωτεύεται ποτέ ξανά. Μένει πιστή στη μνήμη του, κάνοντας ανθρώπους του περιβάλλοντός της να μιλούν για μια αγάπη “μεγάλη, έντονη, απόλυτη, ακραία”…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *