Σαν σήμερα το 1978 διαπράχθηκε ένα από τα πιο άγρια εγκλήματα στην Αθήνα, με μια Γερμανίδα δασκάλα να σκοτώνει την Ευαγγελία Σ. μέσα στο κατάστημα της στη Βουκουρεστίου.
Σαν σήμερα το 1978 διαπράχθηκε στο Κολωνάκι ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα που αναστάτωσαν την αθηναϊκή κοινωνία, με τη δολοφονία της Ευαγγελίας Σ. από μια Γερμανίδα δασκάλα η οποία είχε κατακλέψει όλα τα μαγαζιά της περιοχής.
Εκείνο το πρωινό στις 30 Ιουνίου το 1978, ήταν συνηθισμένο στην Βουκουρεστίου, όπως όλα τα άλλα. Η Ευαγγελία είχε ανοίξει το μαγαζί της και είχε υποδεχθεί το μεσημέρι μια πελάτισσα. Κατέβηκαν μάλιστα στο υπόγειο που ήταν πιο ευρύχωρο και είχε αρκετό εμπόρευμα να της δείξει, ωστόσο, όπως διαβάζουμε στη Μηχανή του Χρόνου, οι γείτονες, παρατήρησαν αργότερα την πελάτισσα να βγαίνει από το κατάστημα και μάλιστα να κλειδώνει την πόρτα.
Είχε πέσει η νύχτα και η Ευαγγελία δεν είχε γυρίσει στο σπίτι της. Ο αδερφός της ανησύχησε καθώς, η 68χρονη δεν αργούσε τα βράδια μετά τη δουλειά της. Πήγε να την αναζητήσει ενώ ειδοποίησε (και) την αστυνομία. Όταν κατέβηκαν στο υπόγειο του καταστήματος της αδερφής του, το θέαμα ήταν αποτρόπαιο. Η Ευαγγελία μέσα σε μια λίμνη αίματος και σκεπασμένη με ένα χαλί.
Οι αστυνομικοί, που ξεκίνησαν άμεσα και τις καταθέσεις από τους γείτονες, κατέληξαν άμεσα πως ήταν ληστεία μετά φόνου, καθώς από το κατάστημα έλλειπαν αρκετά αντικείμενα αξίας. Βρήκαν μάλιστα και τα «όπλα του εγκλήματος»: Έξι βάζα με τα οποία είχε χτυπήσει στο κεφάλι την Ευαγγελία και της είχε παραμορφώσει το πρόσωπο: «Είναι χτυπήματα που δόθηκαν με μανία και με μεγάλη δύναμη, στο πιο καίριο σημείο του ανθρώπινου σώματος», δήλωνε ο τότε προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, που είχε βρεθεί στο σημείο της δολοφονίας.
Η αστυνομικοί σκιαγράφησαν, μετά τις περιγραφές των γειτόνων το προφίλ της δολοφόνου: Επρόκειτο σίγουρα για γυναίκα, ηλικίας 45-50 ετών, αναστήματος 1,65-1,70 μ., με σκληρά χαρακτηριστικά και φορέματα ριχτά με μεγάλα ανοίγματα στο ντεκολτέ. Σε αυτή την υπόθεση βέβαια βοήθησε και η τύχη, πολύ περισσότερο η απληστία της δράστιδος.
Την επομένη του φόνου ακριβός σημειώθηκε (κι άλλη) ληστεία σε γνωστή μπουτίκ στο Κολωνάκι. Η ιδιοκτήτρια ανακάλυψε την κλέφτρα μερικές μέρες αργότερα, καθώς την είδε να φοράει ένα από τα φορέματα που της είχαν κλέψει από την μπουτίκ της. Αμέσως ειδοποίησε την αστυνομία και την συνέλαβαν ως ύποπτη ληστείας. Όσο την παρατηρούσαν όμως έβλεπαν πως ταίριαζαν γάντι τα χαρακτηριστικά της με την περιγραφή που είχαν για τη δολοφόνο της Ευαγγελίας.
Ήταν η Μαριάν-Ζανίν Ρόζενταλ, μία 42χρονη Γερμανίδα δασκάλα που διέμενε στην Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια. Είχε έρθει στη χώρα μας το 1973 ως τουρίστρια, όμως σύντομα αποφάσισε ότι ήθελε να μείνει μόνιμα. Έτσι, όταν το διαβατήριό της έληξε, το πλαστογράφησε και με ψεύτικα έγγραφα νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι.
Όταν οι αστυνομικοί επισκέφτηκαν το σπίτι της, ανακάλυψαν εκατοντάδες κλοπιμαία μεγάλης αξίας από δεκάδες αθηναϊκά καταστήματα. Φυσικά βρέθηκαν και αντικείμενα της Ευαγγελίας καθώς και ένα ματωμένο μαύρο ριχτό φόρεμα. Ύστερα από σχεδόν 10 ώρες πιεστικής ανάκρισης η Ρόζενταλ ομολόγησε. Παραδέχθηκε ότι πήγε στο κατάστημα της Βουκουρεστίου με σκοπό να κλέψει. Όταν ζήτησε στην Ευαγγελία να της δείξει τα χαλιά, κατέβηκαν μαζί στο υπόγειο.
Εκεί, όπως υποστήριξε, η μεσήλικη πωλήτρια της μίλησε απότομα και την προσέβαλε, με αποτέλεσμα να τη χτυπήσει με ένα βάζο. Η Ευαγγελία- σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε η δολοφόνος- τραυματίστηκε, όμως σηκώθηκε και άρχισε να πλησιάζει απειλητικά τη Ρόζενταλ. Τότε, εκείνη πανικοβλήθηκε και ξεκίνησε να της πετάει όλα τα βάζα. Όταν πλέον βρισκόταν κατάκοιτη, μέσα στα αίματα σκέπασε την Ευαγγελία με ένα χαλί και έβαλε σε σακούλες νάυλον μερικά από τα πράγματα που υπήρχαν στο υπόγειο.
«Οι λόγοι που σκότωσα την Ευαγγελία ήταν ψυχολογικοί. Τα γεγονότα της στιγμής και η επήρεια του βάλιουμ με έκαναν να αρχίσω να την χτυπάω. Δεν είχα προμελετήσει να πάω να τη σκοτώσω», δήλωσε αργότερα στους δημοσιογράφους.
Η Μαριάν-Ζανίν Ρόζενταλ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία της Ευαγγελίας Σ., ενώ της επιβλήθηκε ποινή 20 επιπλέον ετών κατά συγχώνευση για τη ληστεία, τις κλοπές και την πλαστογραφία. Μία ποινή που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «ήπια», αν αναλογιστεί κανείς πως εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα ήταν σε ισχύ η θανατική ποινή.