Και αυτή τη φορά ο Νίκος Κορδόσης μας εξέπληξε ευχάριστα.
Όχι με την αναγγελία νέων εκδηλώσεων υψηλού πολιτιστικού επιπέδου της «ΔΙΕΞΟΔΟΥ», αλλά μέσω του νέου Ιστορικού – Φωτογραφικού Λευκώματος «Οι αλυκές του Μεσολογγίου και οι άνθρωποί τους – 14ος – 21ος αιώνας», έκδοση του ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΑΛΑΤΟΣ και αποτέλεσμα επίπονης συγγραφικής του εργασίας.
Ο Νίκος έχει βιωματική σχέση με τις αλυκές και το αλάτι. Το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης από την εισαγωγή του λευκώματος. «Ήταν η εποχή που για πρώτη φορά, στην ηλικία των πέντε χρόνων…» βρέθηκε εκεί και έρχονταν «κάθε χρόνο τα καλοκαίρια μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60». Υπερβαίνει όμως δημιουργικά αυτή τη βιωματική – συναισθηματική σχέση, μετουσιώνοντας τις μνήμες του σε ιστορική γνώση που καταγράφει την εξέλιξη των αλυκών και του Μεσολογγίου στη διάβα οκτώ αιώνων, αφού «οι αλυκές λειτουργούσαν από το 1407» ενώ «η ύπαρξη του Μεσολογγίου εστιάζεται στα τέλη του 15ου – αρχές 16ου αιώνα».
Στο ίδιο κεφάλαιο του λευκώματος, διατυπώνει ενδιαφέρουσες ιστορικές αναφορές που σχετίζονται με την «Οθωμανική κατοχή». Μαθαίνουμε πως «στα χρόνια της δουλείας δεν ήταν υπό τουρκική δεσποτεία… αλλά άνηκαν στην πόλη του Μεσολογγίου και μάλιστα χωρίς την καταβολή οιασδήποτε μορφής φόρου», ενώ από «τις αρχές της επανάστασης το αλάτι είχε καταστεί μονοπωλιακό είδος και είχε περιέλθει στον έλεγχο του εκτελεστικού σώματος».
Ακολούθως μετά την απελευθέρωση, οι αλυκές «περιήλθαν στην κυριότητα του Δημοσίου… και ενοικιάζονταν σε ιδιώτη», ανέπτυξαν εξαγωγική δραστηριότητα «με τα μεσολογγίτικα πλοία που εμπορεύονταν το Μεσολογγίτικο αλάτι στην αλλοδαπή». Επίσης από το 1835 ο Σπυρίδων Βάλβης «παρασκεύαζε ποτάσα από τα μεσολογγίτικα αρμυρίκια… ενώ επιχείρησε να δημιουργήσει εργοστάσιο επεξεργασίας άλατος και παραγωγής σόδας».
Στο 4ο μέρος του λευκώματος πληροφορούμαστε τη λειτουργία « τεσσάρων συνολικά αλυκών στο Μεσολόγγι». Της Τουρλίδας, της Φοινικιάς «Άσπρη», της «Μαύρης» και της «Σκοποβολής». Οι δύο τελευταίες «λειτουργούσαν μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα». Ιδιαίτερη αξίας και η αναφορά στο ρόλο των «μουντών». Τις «κοιλότητες που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τη λιμνοθάλασσα» και μετατρέπονταν «το καλοκαίρι σε χώρους δημιουργίας αυτόπηκτου αλατιού», όπου οι «λαθραίοι αλατοπήκτες παρήγαγαν αλάτι… και η λαθραία αυτή διαδικασία πραγματοποιείτο μέχρι και την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής».
Το 5ο μέρος εστιάζει στην «περιοδική» και «διηνεκή» πήξη του αλατιού. Στις δύο δηλαδή μεθόδους παραγωγής, την παραδοσιακή αλλά με μειονεκτήματα να εφαρμόστηκε μέχρι το 1916 και τη μεταγενέστερη που σηματοδότησε τη φάση του εκσυγχρονισμού των αλυκών και εισήγαγε ο Ιωσήφ Σαντόζα. Τέλος υπάρχει ιδιαίτερη αναφορά στην «ανοδική πορεία της δεκαετίας 1930 – 1940», στο σύστημα «αυτοκαλλιέργειας ή καλλιέργειας με αυτεπιστασία» που κατήργησε την ανάθεση σε εργολάβους. Στη συνέχεια γινόμαστε γνώστες ορολογιών και ρόλων που αφορούν την παραγωγική διαδικασία της εξόρυξης. Ο ρόλος του «καραβοκύρη», των «αλυκάριων», των «ποτιστάδων», η διαδικασία της «περισανίδωσης», τα «τηγάνια», οι «πόρτες» και η «κρέμα».
Το 8ο και 9ο μέρος είναι αφιερωμένο στην Κατοχή και τον εμφύλιο. Όταν παρά τα μεγάλα προβλήματα η παραγωγή συνεχίστηκε, αγοράστηκε το 1945 γεφυροπλάστιγγα και κατασκευάστηκε το κτίριο που ανακαινισμένο σήμερα φιλοξενεί το Μουσείο Άλατος. Στα 1957 δε, δημιουργήθηκε «ετσιθελικά από την Εταιρεία Μονοπωλίου ανάχωμα», το οποίο έφερε τις «έντονες αντιδράσεις των Μεσολογγιτών και όχι μόνο», αφού «το έργο ανέκοπτε παντελώς τη θέα προς το πέλαγος». Το έργο «οι Μεσολογγίτες το ονόμασαν Παραλίμανο».
Ακολουθεί η εποχή του «σχεδίου Μάρσαλ» και οι επί μια δεκαετία απατηλές υποσχέσεις των κυβερνώντων περί ανασυγκρότησης των αλυκών. Όπως απατηλές αποδείχθηκαν και οι υποσχέσεις περί «εκβιομηχάνισης» που συνεχίστηκαν μέχρι τη δικτατορία. Στη διάρκεια αυτής, μέσω της εταιρείας «ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ – Εταιρεία Χημικών Προϊόντων Α.Ε», προωθήθηκε σκανδαλωδώς «σε διάστημα μικρότερου του έτους» η καταστροφή της λιμνοθάλασσας «μετατρέποντας την, ιδιαίτερα την περιοχή της Κλείσοβας και της Πλώσταινας, σε ένα τεράστιο προθερμαντήριο της μεγάλης αλυκής που δημιούργησαν μετέπειτα».
Πέραν των ιστορικών στοιχείων, εκτεταμένες είναι οι προσεγγίσεις ζωής – φωτογραφικές και λεκτικές – που αφορούν το εργατοτεχνικό προσωπικό και τους επισκέπτες των αλυκών της Τουρλίδας, της «δικής μας» αλυκής όπως χαρακτηριστικά την αναφέρει ο συγγραφέας. Ειδικό κεφάλαιο αφορά τη μετατροπή της σε δημοτική επιχείρηση (1987), καθώς και στους διατελέσαντες προέδρους, διευθυντές, αρχιτεχνίτες, φύλακες, συντηρητές και αλογάρηδες των δύο αλυκών.
Πλήθος άλλων ιστορικών δεδομένων τα οποία είναι αδύνατον να αποτυπωθούν σε μια σύντομη παρουσίαση όπως αυτή, συνδεδεμένα αρμονικά με συναισθηματικά βιώματα, αφηγήσεις και 150 υπέροχες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, προσφέρουν στον αναγνώστη μια αξιόπιστη συνολική εικόνα της εξελεγκτικής πορείας των αλυκών και των ανθρώπων τους, αφήνοντας τον εντέχνως να περιηγηθεί συνειρμικά σε άλλες εποχές, ενδεχομένως πιο αγνές και ανθρώπινες.
Ένα Ιστορικό – Φωτογραφικό Λεύκωμα που αξίζει να βρίσκεται στο σπίτι κάθε Μεσολογγίτη και όχι μόνο!
Σε ευχαριστούμε Νίκο,
Δικαίως δε προσδοκάμε τη συνέχεια της ερευνητικής σου δραστηριότητας.
Παναγιώτης Α. Κατσούλης