Κατηγορίες

Ανδρέας Εμπειρίκος: Γιατί δεν υπάρχουν έρωτες νόμιμοι ή μη νόμιμοι. Υπάρχουν μόνον έρωτες χωρίς επίθετο

Η ερωτική ιστορία & αλληλογραφία ενός μεγάλου έρωτα ανάμεσα στο σπουδαίο Έλληνα ποιητή, πεζογράφο, φωτογράφο & ψυχαναλυτή για τη Μάτση Χατζηλαζάρου. 

Ανδρέας Εμπειρίκος και Μάτση Χατζηλαζάρου.

Ένας μεγάλος έρωτας με ιδιαίτερη ιστορία.

Εκείνος,  ένας από τους κατεξοχήν “οραματιστές ποιητές”, κορυφαίος λογοτέχνης που ανήκει στη Γενιά του `30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, πιστός στο κίνημα -όσο κανένας άλλος Έλληνας συγγραφέας-, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951.

Εκείνη,  μεγαλοαστικής καταγωγής, πολύγλωσση, με μεγάλη αγάπη για τη ζωγραφική, καθώς και με έναν άκρως περιπετειώδη ερωτικό βίο.

Στα 17 της χρόνια, το 1931, παντρεύεται τον βαυαρικής καταγωγής Καρλ Σούρμαν και εργάζεται σε κατάστημα της Αθήνας. Πέντε χρόνια αργότερα χωρίζει για να ξαναπαντρευτεί το 1937 τον Σπύρο Τσαούση, γεωπόνο και αρχιτέκτονα κήπων.

Την επόμενη κιόλας χρονιά διαλύεται και αυτός ο γάμος. Τα βαθιά τραύματα της Μάτση Χατζηλαζάρου,  από τους δύο αποτυχημένους γάμους και από την κατάρρευση και τον θάνατο των γονιών της, την οδηγούν στον ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο. Δεν αργεί να έρθει η στιγμή που θα τον αγαπήσει απελπισμένα και θα αγαπηθεί παράφορα κι εκείνη από από εκείνον.

Είναι γνωστό ότι η ψυχαναλυτική δεοντολογία είναι αυστηρά απαγορευτική στην ανάπτυξη φιλικών και πολύ περισσότερων ερωτικών σχέσεων μεταξύ αναλυτή και ασθενούς.

Εννοείται ότι ο Ανδρέας Εμπειρίκος γνώριζε αυτόν τον κανόνα και θα τον τηρούσε. Διατηρούσε μια τυπική μορφή σε διάρκεια συνεδρίας και συνήθεις διευθετήσεις αμοιβής και απουσίας. Όσο για το ψυχαναλυτικό πλαίσιο υπήρξε κλασικό. Ωστόσο, στον έρωτα δεν μπορεί να βάλει κανείς εύκολα όρια και απαγορεύσεις.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα η σχέση Ανδρέα Εμπειρίκου και Μάτσης Χατζηλαζάρου από επαγγελματική-θεραπευτική μετατράπηκε σε ερωτική-ποιητική. Το 1939, σε ένα ποιήμα του για την αγαπημένη του Μάτση, γράφει: “Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς.

Στο γήπεδο της συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι, είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι.

Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα.

Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. […]Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.”

Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη, που ξαναφέραμε μαζί. Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης – τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν αχνίζουν τα τζάμια. Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων. Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου. Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.

Τον Ιούλιο του 1940, ο Ανδρέας και η Μάτση παντρεύονται. Με την επισημοποίηση της σχέσης τους με τον γάμο προσφέρεται κάποια επίφαση ασφάλειας. Τότε είναι που  ο πόλεμος φτάνει και στην Ελλάδα. Το σπίτι του ζευγαριού θα γίνει καθ΄ όλη τη διάρκεια της Κατοχής ένα φιλόξενο καταφύγιο για εκείνους τους ποιητές που είχαν το θάρρος να διεκδικήσουν  το δικαίωμα στη ζωή και την ελευθερία, στην ποίηση και τον έρωτα.

“Η Μάτση. Είναι η Μαρία των “Τεκταινομένων” δηλαδή η γυναίκα μου. Τη βλέπω να στέκεται ορθή απέναντί μου, κάτω από την κάμαρα ενός δωματίου στο Μπούρτζι. (…) Ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά της και με το φόρεμά της που αφήνει να διαφαίνονται κάτω από το λεπτό ύφασμα τα στήθη της και άλλες αρμονικές καμπύλες και ωραία σχήματα του σώματός της, κατά τρόπον εντόνως λυρικόν.

Πίσω της η θάλασσα και ο ουρανός προσδίδουν μια σημασία ιδιαίτερη στη φωτογραφία και στην εικόνα που διατηρώ ολοζώντανη στον νου μου, γιατί δένουν τέλεια με την ψυχοβιολογική συγκρότηση της Μάτσης, που είναι μία από τις ελάχιστες γυναίκες που καταλαβαίνουν ουσιαστικά όχι μόνον τη θάλασσα μα ολόκληρη την φύσι.”

Καταφύγιο του ερωτευμένου ζευγαριού στον σκληρό πόλεμο ήταν οι μέρες και οι νύχτες που τους έβρισκαν αγκαλιασμένους. Ο ένας για τον άλλον αποτελούσε πηγή έμπνευσης.

“Κάποτε θ’ ανοίξω τα βλέφαρά μου και τα σκέλη μου, για να δεχθώ τη βροχή. Θ’ ανοίξω και τους δρόμους που μού ‘φραξαν οι αντιστάσεις μου.” έγραφε η τολμηρή Μάτση Ανδρέου για τον έρωτά της..

“Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή./ Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.”

“Ελα, η μέρα είναι τόσο ωραία – τα ποιήματα που/ αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου.”

Στους παρακάτω στίχους είναι φανερή η έλλειψη μιας γέννας από τη ζωή της:

“Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως και γεννηθεί ένα μικρό/ λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και/ Aqua Marina./ Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να/ πεθάνω όλους τους θανάτους.”

Κάποια στιγμή όμως, χωρίζουν. Το Δεκέμβριο το 1946 βγαίνει το διαζύγιό τους. Τον επόμενο μήνα ο Ανδρέας θα παντρευτεί τη Βιβίκα, ενώ η Μάτση θα έχει αφήσει κιόλας τον Ανδρέα και θα βρίσκεται στο Παρίσι, όπου θα συζήσει για οχτώ χρόνια με τον Ισπανό ζωγράφο Χαβιέρ Βιλατό…

klik

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *