Του Δημήτρη Μηλάκα
Όσο περνούν οι μέρες και πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές στην Τουρκία τόσο «ανοίγουν» τα «στοιχήματα» για το αν, πότε και πού θα επιλέξει ο Ταγίπ Ερντογάν να στήσει ένα ελληνοτουρκικό θερμό επεισόδιο.
Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά είναι σαφές ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων βρίσκεται στα χέρια του Τούρκου Προέδρου, καθώς εκείνος είναι τελικά που θα αποφασίσει αν, πού και πότε τον συμφέρει να ανεβάσει το θερμόμετρο απειλώντας τελικά, εκτός από την Ελλάδα, την εύρυθμη λειτουργία της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Ήδη το ενδεχόμενο να ξεσπάσει ένα ελληνοτουρκικό θερμό επεισόδιο αποτελεί προσφιλές σενάριο, το οποίο προβάλλουν τα ΜΜΕ και των δύο χωρών, με μια διαφορά ωστόσο: Τα τουρκικά ΜΜΕ «παίζουν» το σενάριο ως αναγκαστική τουρκική επιλογή προκειμένου να δικαιολογηθούν οι ακραίες πολιτικές τοποθετήσεις του τουρκικού πολιτικού (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) συστήματος
- για τη γαλάζια πατρίδα,
- την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών με το πρόσχημα ότι έχουν επαρκείς αμυντικές υποδομές,
- και την αγνόηση των δικαιωμάτων σε ΑΟΖ όλων των ελληνικών νησιών (συμπεριλαμβανομένης και της Κρήτης).
Μάλιστα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλη αυτή η επιχειρηματολογία, η οποία προβάλλεται από ΜΜΕ, ακαδημαϊκούς και το σύνολο των τουρκικών κομμάτων, έχει υιοθετηθεί από μεγάλο (επαρκές για να εξασφαλιστεί η συναίνεση) τμήμα της τουρκικής κοινής γνώμης.
Από την άλλη πλευρά τα ελληνικά ΜΜΕ είναι υποχρεωμένα να παρακολουθήσουν την τουρκική πολεμική ρητορική και να δώσουν χώρο για την εμφάνιση «βλάσφημων» μέχρι πρόσφατα εκτιμήσεων και αναλύσεων, οι οποίες προέβλεπαν ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ακολουθούν πορεία σύγκρουσης.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι επισημάνσεις των ελληνικών ΜΜΕ περί των αυξημένων πιθανοτήτων να ξεσπάσει μια ελληνοτουρκική θερμή κρίση, περιγράφουν (σε μεγάλο βαθμό) την ανησυχία και εγρήγορση παραγόντων της κυβέρνησης και στελεχών των ελληνικών υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας.
Αν, πού και πότε
- Ο Ερντογάν θα χτυπήσει αν εκτιμήσει ότι μπορεί να έχει εξασφαλισμένους τους στρατιωτικούς και διπλωματικούς του στόχους.
- Ο Ερντογάν θα χτυπήσει όταν, πλησιάζοντας στις εκλογές, αντιληφθεί ότι δεν πρόκειται να τις κερδίσει και δεν έχει προλάβει να τακτοποιήσει πολύ σοβαρές και επικίνδυνες για αυτόν και το σύστημα / οικογένειά του εκκρεμότητες που έχουν να κάνουν με τη διαδοχή του. Η πρόκληση ενός ελληνοτουρκικού επεισοδίου προσφέρει στον Τούρκο Πρόεδρο τη δυνατότητα να κηρύξει στρατιωτικό νόμο και με βάση τις προβλέψεις του Συντάγματος να παρατείνει τη θητεία του.
- Το πού θα «χτυπήσει» ο Ερντογάν είναι ήδη αντικείμενο σεναρίων που επεξεργάζονται, αναζητώντας τρόπους αντίδρασης, οι ελληνικές στρατιωτικές και διπλωματικές υπηρεσίες. Καθώς το τελευταίο διάστημα η τουρκική ηγεσία έχει τοποθετήσει στο τραπέζι το σύνολο των απαιτήσεών της (αμφισβήτηση κυριαρχίας νησιών, γκρίζες ζώνες, μειωμένη επιρροή των νησιών σε ΑΟΖ κ.λπ.) η Αθήνα είναι υποχρεωμένη να διασπά την προσοχή της και τις δυνάμεις σε όλο το εύρος της ελληνοτουρκικής μεθορίου μέχρι και νότια της Κρήτης.
Αναζητώντας «απαντήσεις» στα ερωτήματα αν, πότε και πού, είναι πιθανό να επιλέξει να «χτυπήσει» ο Ερντογάν, το «Π» ρώτησε τους φίλους του (παλιές καραβάνες στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας) και συνοψίζει τα συμπεράσματα που απεκόμισε απ’ αυτές τις συζητήσεις:
Επιλέγοντας τρία από το πιο πιθανά σενάρια, το τουρκικό επεισόδιο μπορεί να στηθεί:
- Σε «γκρίζα ζώνη», δηλαδή σε βραχονησίδα/δες που από την εποχή της κρίσης των Ιμίων η Τουρκία χαρακτηρίζει αδιευκρίνιστης κυριαρχίας.
- Σε ελληνική στρατιωτική υποδομή σε κάποιο νησί – απ’ αυτά που κατά την Τουρκία έχουν παράνομα στρατιωτικοποιηθεί – με αστραπιαίο ολιγόλεπτο πλήγμα.
- Με την υλοποίηση της πρόσφατης τουρκολιβυκής συμφωνίας με την αποστολή τουρκικού ερευνητικού ή γεωτρύπανου νότια της Κρήτης.
Για κάθε ένα από αυτά (και αρκετά άλλα ακόμη) σενάρια η ελληνική στρατιωτική απάντηση είναι επεξεργασμένη, ωστόσο η πολιτική ηγεσία (δηλαδή η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός) είναι αυτή που θα αποφασίσει το μείγμα (διπλωματικό / στρατιωτικό) και την ένταση της απάντησης.
Ποιος θέλει έντασηΣτην Ελλάδα, όπως και στην Τουρκία, διατυπώνεται η άποψη πως τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Μητσοτάκης κερδίζουν (συσπείρωση) πολιτικά από τη συντήρηση ενός κλίματος έντασης. Παρά την κοινή τους αφετηρία Έλληνες και Τούρκοι, που διαπιστώνουν ότι η ένταση ευνοεί τις εσωτερικές πολιτικές επιδιώξεις των δύο ηγετών, καταλήγουν σε διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης.
Στην Τουρκία οι δυνάμεις που αντιπολιτεύονται τον Ερντογάν πλειοδοτούν σε ανθελληνική επιθετικότητα περιορίζοντας τα περιθώρια του Ερντογάν για υπαναχώρηση.
Στην Ελλάδα υπάρχουν απόψεις, που διατρέχουν οριζόντια το πολιτικό φάσμα, σύμφωνα με τις οποίες η τρέχουσα ελληνοτουρκική ένταση είναι είτε συμπαιγνία Μητσοτάκη – Ερντογάν για προφανείς εσωτερικές πολιτικές επιδιώξεις, είτε ότι η Ελλάδα είναι σε τέτοιο βαθμό διπλωματικά οχυρωμένη (ελληνοαμερικανική / ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία) που καθιστούν κάθε τουρκική επιθετική κίνηση απαγορευτική.
Αφήνοντας κατά μέρος αφελείς εκτιμήσεις (π.χ. θα μας προστατέψουν οι φίλοι μας – οι Ερντογάν και Μητσοτάκης παίζουν την ένταση για ίδιον πολιτικό όφελος) οι οποίες έχουν επανειλημμένα διαψευστεί στην ιστορία των ταραγμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων, καλό είναι να μην αγνοούμε… πράγματα που πολλαπλασιάζουν τις πιθανότητες να ξεσπάσει θερμή ελληνοτουρκική αντιπαράθεση:
- Το ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα υλοποιείται σε βάθος δεκαετίας, πράγμα που δίνει κίνητρο στον αντίπαλο να κινηθεί όσο το δυνατόν νωρίτερα.
- Η διεθνής συγκυρία έχει απενοχοποιήσει το «αδιανόητο», όπως έναν πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης, που δημιουργεί περιθώρια κινήσεων για αναθεωρητικές δυνάμεις, όπως είναι διακηρυγμένα πια η Τουρκία.
- Η πιθανή του ήττα στις εκλογές του 2023, όπως καταγράφεται μέχρι τώρα στις δημοσκοπήσεις, υποχρεώνει / ωθεί τον Ερντογάν στην αναζήτηση διεξόδου, ίσως και μέσα από τις «φλόγες» που συνεπάγεται ένα θερμό ελληνοτουρκικό επεισόδιο.
Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι, όπως είναι διαμορφωμένη η τουρκική πολιτική σκηνή, μια πιθανή ήττα στις εκλογές για τον Ερντογάν (και το σύστημα εξουσίας που έχει δομήσει) δεν θα σημάνει απλώς το τέλος της πολιτικής του διαδρομής αλλά την αρχή μιας μεγάλης περιπέτειας με πολύ ενδιαφέρουσες δικαστικές παραμέτρους…
Πηγή: ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ