Ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές μας τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας στις 18 Οκτωβρίου του 1979. Ας θυμηθούμε τον σπουδαίο Έλληνα που με το έργο του έκανε όλους του Έλληνες υπερήφανους. (Βίντεο)
Ήταν 18 Οκτωβρίου του 1979 όταν η Σουηδική Ακαδημία αναγγέλλει την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη «για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία».
«Το πραγματικό μου όνομα κουβαλούσε το βάρος μιας μικρής εμπορικής και βιομηχανικής φήμης που για όσους το έφεραν με υπερηφάνεια -και ήταν όλοι τους άνθρωποι που μόνη τους φιλοδοξία ήτανε το κέρδος – θα ήταν μεγάλη δυστυχία να το δούνε να ταυτίζεται με την υπόσταση ενός ποιητικού έργου παράξενου και ριψοκίνδυνου…
Πήρα ψευδώνυμο γιατί θα ήτανε ντροπή να φτιάξω ένα έργο για το οποίο αφιέρωνα όλες μου τις δυνάμεις, όλο μου το πάθος μου για την αφιλοκέρδεια και να το ταυτίσω, ύστερα, με ένα όνομα συνυφασμένο με ο, τι ατομικά εγώ μισώ, δηλαδή, το πρακτικό πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό». εχει δηλώσει σε συνέντευξή του που φυλάσσεται στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του ΑΠΘ.
Ποιος ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης;
Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές μας-ο δεύτερος και τελευταίος-μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ, από τα επίλεκτα μέλη της “γενιάς του `30”, στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας- έφυγε από τη ζωή στις 18 Μαρτίου του 1996 .
΄Ενας χαρισματικός άνθρωπος που κατάφερε να διαμορφώσει ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και που θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης έχουν χυθεί τόνοι μελάνης.Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων.
Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι τελευταίο από τα έξι παιδιά του επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του εγκαθίσταται στο Ηράκλειο το 1895, και ιδρύει μαζί με τον αδελφό του ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το 1914 ο πατέρας του μεταφέρει τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαθίσταται στην Αθήνα. O Οδυσσέας Ελύτης ξεκινά να φοιτά το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Δ. Ν. Μακρή, έχοντας μεταξύ άλλων, τους σπουδαίους δασκάλους Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και Ιωάννη Θ. Κακριδή.
Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του τα περνά στην Κρήτη, τη Λέσβο και τις Σπέτσες. Τον Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετωπίζει διώξεις, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες. Αποκορύφωμα, μάλιστα, των διώξεων, είναι η σύλληψη του πατέρα του. Το 1923 ταξιδεύουν οικογενειακώς στην Ευρώπη. Επισκέπτονται την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη έχει την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον εξόριστο, μετά την πτώση, του Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το φθινόπωρο του 1924 γράφεται στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάζεται με το περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Κατά τα λεγόμενά του, πρωτογνωρίζει τη νεοελληνική λογοτεχνία.
Του αρέσει, επίσης, να ασχολείται με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής. Αντιδρά στο να μελετά και στρέφεται στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που επιλέγει έχουν σχέση με την ελληνική φύση: Δημήτριος Καμπούρογλου, Κώστας Πασαγιάννης, Στέφανος Γρανίτσας κι ένας τρίτομος Οδηγός της Ελλάδος. Το 1925 ο πατέρας του “φεύγει” από τη ζωή.
Την άνοιξη του 1927, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις και να καθηλωθεί στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες, εξαιτίας μιας υπερκόπωσης και μίας αδενοπάθειας που τον ταλαιπωρούν. Ακολουθούν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας. Εκείνη την περίοδο στρέφεται οριστικά προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συμπίπτει με την εμφάνιση αρκετών νέων λογοτεχνικών περιοδικών. Ανάμεσά τους η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα.
Το καλοκαίρι του 1928 παίρνει απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 73/11. Δέχεται πιέσεις από τους γονείς του να σπουδάσει χημικός. Ξεκινά, λοιπόν, ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους. Την ίδια περίοδο έρχεται σε επαφή με το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ανδρέα Κάλβου.
Με αυτόν τον τρόπο, ανανεώνει τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Ανακαλύπτει, παράλληλα, το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επιδρούν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία. Αποφασίζει να παραιτηθεί από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας.
Όταν το 1933 ιδρύεται στο Πανεπιστήμιο η “Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα”, με τη συμμετοχή των Κωνσταντίνου Τσάτσου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου και Ιωάννη Συκουτρή, ο Ελύτης είναι ανάμεσα στους εκπροσώπους των φοιτητών, και συμμετέχει στα “Συμπόσια του Σαββάτου” που διοργανώνονταν. Μελετά τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο Αυλό), τη συλλογή Στου Γλιτωμού το Χάζι του Θεοδώρου Ντόρρου, τη Στροφή (1931) του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου. Με ενθουσιασμό συνεχίζει παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα.
Η φιλία του με τον Γιώργο Σαραντάρη, τον ενθαρρύνει στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του. Τον φέρνει, λοιπόν, σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων.
Το περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες παλιούς και νεότερους αξιόλογους Έλληνες λογοτέχνες, (όπως οι Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης, Άγγελος Σικελιανός, κ.ά.) γίνεται το πνευματικό όργανο της γενιάς του `30 και φιλοξενεί στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία. Κρίνει με εύνοια και προβάλλει τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.
Τον Ιανουάριο κυκλοφορεί το περιοδικό Νέα Γράμματα. Τον Φεβρουάριο γνωρίζει τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον περιγράφει: «O μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα.»Οι δύο ποιητές συνδέονται με στενή φιλία, που διαρκεί πάνω από 25 χρόνια.
Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου. Η ποίησή του είναι ορθόδοξα υπερρεαλιστική και ο Ελύτης βλέπει μπροστά του να ανοίγεται μια διάπλατη πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορεί να χτίσει το δικό του ξεχωριστό ποιητικό οικοδόμημα.
Το Πάσχα επισκέπτονται την Λέσβο, όπου με τη συμπαράσταση των ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη , έρχονται σε επαφή με την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε “φύγει”΄από τη ζωή την προηγούμενη χρονιά
Οι παριστάμενοι κρατούν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα, και τα στοιχειοθετούν κρυφά με το ψευδώνυμο “Οδυσσέας Βρανά”. Στόχος τους είναι η δημοσίευσή τους, παρουσιάζοντάς τα αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη. Εκείνος, αρχικά, τους ζητά να τα αποσύρουν απευθύνοντας ειδική επιστολή στον Κατσίμπαλη. Στο τέλος πείθεται να δημοσιευτούν αποδεχόμενος το επίσης ψευδώνυμο “Οδυσσέας Ελύτης”.
Τον Νοέμβριο του 1935 δημοσιεύονται τα πρώτα του ποιήματα στα Νέα Γράμματα,στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Ο Ελύτης, δημοσιεύει και διάφορες μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ. Στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει τον δημιουργό τους ως τον ποιητή που “ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας”.
Το 1936, γνωρίζει τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τυπώνει την υπερρεαλιστική Αμοργό. Το 1937 υπηρετεί στη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα. Αλληλογραφεί με τον Νίκο Γκάτσο και τον Γιώργο Σεφέρη, που βρίσκονταν στην Κορυτσά.
Ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσιεύει το άρθρο “Ο Οδυσσέας Ελύτης” λίγο μετά την απόλυσή του,στα Νέα Γράμματα. Αυτό συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην καθιέρωσή του.
Το 1939 εγκαταλείπει οριστικά τις νομικές σπουδές και τυπώνεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Προσανατολισμοί”, όπου διακρίνονται αρκετά στοιχεία υπερρεαλισμού και ο “Ήλιος ο Πρώτος “το 1943.
Το έργο του Ελύτη έχει πολλές φορές συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού. Βέβαια, εκείνος, είχε διαφοροποιηθεί από τον ορθόδοξο υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος ή ο Νικόλαος Κάλας.
Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας: «Από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ` την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος». Το προσωπικό του ποιητικό όραμα, θα λέγαμε πως είναι συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση.
Το Άξιον Εστί (1959), είναι μία από τις κορυφαίες του δημιουργίες.
Με αυτό το έργο ο Ελύτης διεκδικεί μια θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο». Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Γέωργιου Π. Σαββίδη, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπιστώνει πως ο Ελύτης δικαιούται το επίθετο ‘εθνικός’, συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Διονυσίου Σολωμού, του Κωστή Παλαμά και του Άγγελου Σικελιανού.
Την περίοδο που ο σπουδαίος ποιητής μας διέμενε στο Παρίσι (1969 – 1971) συνθέτει αυτό το τόσο ερωτικό και ιδιαίτερο ποίημα που θεωρείται από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το 1971 τυπώνεται αρχικά στις Βρυξέλλες και το 1972 στην Ελλάδα.
Ήταν 60 ετών ο Οδυσσέας Ελύτης, όταν δημιούργησε έναν ερωτικό ύμνο με ασύγκριτο πάθος, συναισθηματισμό, αλλά και αυθορμητισμό της νεανικότητας.Μια ερωτική τραγωδία καθώς οι δύο ερωτευμένοι αντιμετωπίζουν σφοδρή εναντίωση στον έρωτά τους. Η κοπέλα μην αντέχοντας την κοινωνική κατακραυγή, οδηγείται στην ακραία πράξη της αυτοκτονίας.
Ο αγαπημένος της, -τραγική φιγούρα πια, εξαιτίας του πρόωρου και αιφνίδιου θανάτου της- λέει λόγια προς εκείνη. Πρόκειται για ένα θρηνητικό μονόλογο που αγγίζει την καρδιά. Με το χαρακτήρα της ερωτικής εξομολόγησης απευθύνεται στην αγαπημένη του που έφυγε, έστω και αν δεν υπάρχει πια δυνατότητα για απόκριση.
‘Ενα από τα σημαντικότερα έργα του Ελύτη, είναι το σκηνικό ποίημα Μαρία Νεφέλη (1978), στο οποίο χρησιμοποιεί — την τεχνική του κολάζ- για πρώτη φορά στην ποίησή του.
Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης μας άφησε σπουδαία δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), όπως και αξιόλογες μεταφράσεις ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.
Ο Οδυσσέας Ελύτης σημάδεψε τον αιώνα. Η γενιά του ‘30 τον είχε στην κορυφή. Μετά από εκείνον, η ποίηση δεν είναι πια η ίδια. Όσα χρόνια και αν περάσουν, το στίγμα του παραμένει και θα παραμείνει ανεξίτηλο…