Σαν σήμερα το 1986 «έφυγε» από τη ζωή, ο σπουδαίος αλλά ταλαιπωρημένος κωμικός Μίμης Φωτόπουλος
Η αντίσταση στην κατοχή και τα «Δεκεμβριανά»
Η προδοσία και η σύλληψη
Η… κόκκινη πιτζάμα
Η εξορία στην Αφρική
Λιθοβολισμοί, μούντζες και βρισιές
Το μπουλούκι της επανεκκίνησης
Θέατρο Τέχνης και Δον Καμίλο
Αξιαγάπητο σοφεράκι
Κάλπικη Λίρα, Βασιλειάδου και Φιλότιμο
Από τη λάμψη στην παρακμή
Η… μαυρίλα και το κολάζ
Πέρασαν κιόλας 36 χρόνια από το θάνατο του «θείου Μίμης»! Του κορυφαίου κωμικού, του γλυκού ανθρώπου, του βαθιά σκεπτόμενου καλλιτέχνη! Ενός ανυποχώρητου «μάγκα», στη ζωή, στον αγώνα, στην τέχνη, στην εθνική αντίσταση! Σαν σήμερα, ο Μίμης Φωτόπουλος «έφυγε» από τη ζωή από ανακοπή καρδιάς, αλλά η κληρονομιά που άφησε είναι σπουδαία.
Με την αμεσότητα του χαρισματικού του ύφους, τη ζεστή χροιά της φωνής του, την αντίληψη του χιούμορ και του λαϊκού του αυθορμητισμού, θα προκαλεί το πηγαίο γέλιο και τη συγκίνηση, θα βάζει για πολλά πολλά, ακόμη, χρόνια το αλατοπίπερο που χρειάζεται η ζωή και τη ζάχαρη για να μας γλυκαίνει και στις πιο δύσκολες ώρες.
Δύσκολες ώρες… Έζησε πολλές από αυτές σε έναν κόντρα ρόλο στη ζωή η οποία μόνο χαμόγελα δεν του είχε προσφέρει.
Η αντίσταση στην κατοχή και τα «Δεκεμβριανά»
Ο Μίμης Φωτόπουλος, την περίοδο της γερμανικής κατοχής επέλεξε την πλευρά της… αντίστασης και έγινε γρήγορα μέλος του ΕΑΜ (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου). Μορφωμένος γαρ, είχε ρόλο εμψυχωτικό και διαφωτιστικό για να μεταλαμπαδεύσει τη φλόγα της αντίστασης.
Μετά τη γερμανική κατοχή, στα «Δεκεμβριανά» και κατά τις συγκρούσεις των ανταρτών με τις κυβερνητικές και βρετανικές δυνάμεις, υπέστη ένα πρώτο πλήγμα, καθώς καταστράφηκε ολοσχερώς το σπίτι του, με αποτέλεσμα αυτός και ο αδερφός του να μείνουν στον δρόμο. Πικράθηκαν διπλά, γιατί εκτός από το σπίτι τους, κάηκε και η μεγάλη βιβλιοθήκη τους με πάνω από 2.000 βιβλία.
Η προδοσία και η σύλληψη
Ο Μίμης Φωτόπουλος ήταν γνωστός στους χώρους του θεάτρου και παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1945, «ανέβηκε» στο Κολωνάκι –«εκεί που οι εγγλέζικες κονσέρβες ετοιμάζονταν να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά»- ευελπιστώντας να ζητήσει και να βρει δουλειά.
«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να ‘μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος «ένοικος». Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε».
Έτσι είχε περιγράψει ο ίδιος τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του, «το ποτάμι της ζωής μου». Ένας άνθρωπος του θεάτρου τον είχε προδώσει γιατί τον είχε ακούσει να μιλάει για «λαοκρατία».
Η… κόκκινη πιτζάμα
Ο αρχιφύλακας που τον αναλαμβάνει διαπιστώνει ότι από το παντελόνι του βγαίνει ένα κομμάτι κόκκινο πανί.
«Αυτό το κόκκινο κομμάτι που βγαίνει από το παντελόνι σου, τι είναι;»
«Η πιτζάμα μου κύριε πόλισμαν!»
«Και γιατί φοράς κόκκινη πιτζάμα;»
«Δεν είναι μόνο κόκκινη, έχει και μαύρα και άσπρα. Κατοχή, βλέπετε, είχε μια παλιά ρόμπα η μάνα μου και μου την έραψε την πιτζάμα. Κι επειδή σήμερα κρύωνα πολύ, την άφησα από μέσα».
Ένα κόκκινο κομμάτι ύφασμα ήταν αρκετό για να «δέσει» με την προδοσία του ταξιθέτη.
Η εξορία στην Αφρική
Γρήγορα βρέθηκε μέσα σε ένα καράβι –«που μάλλον δεν μας πήγαινε στην Αίγινα»- και ξάφνου βρέθηκε στην… Αφρική και το στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα… 150 χιλιόμετρα μακριά από την Αλεξάνδρεια. Μαζί του στην εξορία ακόμα 8 με 10 χιλιάδες Έλληνες που είχαν συλληφθεί και εξοριστεί κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών.
Πείνα, κακουχίες, ψείρες και αρρώστιες, αλλά και μαράζι που του έλειπε το θέατρο. Βλέπετε ακόμα και στην κατοχή σκαρώνανε παραστάσεις.
Λιθοβολισμοί, μούντζες και βρισιές
25η Μαρτίου ήταν η σημαδιακή μέρα της… απελευθέρωσής του, ωστόσο στην επιστροφή στην Αθήνα τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμεναν: «Σουρούπωνε όταν βγήκαμε από το Γουδί. Τραβήξαμε μια παρέα για τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Από κάτι νοσοκομεία άρχισαν να μας πετροβολάνε. Μας είχαν κατευοδώσει με μούντζες, μας υποδέχονταν με λιθοβολισμό. Ξέρανε αυτοί οι άνθρωποι ποιοι είμαστε; Τι λέγανε οι ψυχές μας; … Όταν ύστερα από πολλούς κόπους βρήκα κάπου τους δικού μου, η μάνα μου καθώς με αντίκρισε έπεσε στα πόδια μου και τα φιλούσε. Ντρεπόμουνα, μα όσο κι αν την παρακαλούσα, όση δύναμη κι αν έβαλα, δεν μπορούσα να τη σηκώσω από τα πόδια μου».
Το μπουλούκι της επανεκκίνησης
Προπολεμικά είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός, σε ηλικία 19 χρόνων στην παράσταση “Λοκαντιέρα” με το θίασο Κουνελάκη, ενώ δυο χρόνια αργότερα, το 1934 θα ξεκινήσει την πρώτη του περιοδεία με το “μπουλούκι” τού Θεμιστοκλή Νέζερ.
Θέατρο Τέχνης και Δον Καμίλο
Μετά την επιστροφή του, θα ‘χει την τύχη να συνεργαστεί με το πρωτοεμφανιζόμενο Θέατρο Τέχνης, με έργα όπως “Βυσσινόκηπος”, του Τσέχοφ, “Αγριόπαπιες” του Ίψεν, “Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας” του Σαίξπηρ, και με το θέατρο του Βασιλικού Κήπου. Η επιτυχία του τεράστια και το 1952 θα δημιουργήσει τον δικό του θίασο, με τον οποίο περιόδευσε σε πολλές χώρες του εξωτερικού, ακόμη και στην Αμερική. Κάπου εκεί ήρθε και το θεαματικό του μπάσιμο στη βιοτεχνία του ελληνικού σινεμά, παρότι το θέατρο δεν το εγκατέλειψε ποτέ, κάνοντας τεράστιες επιτυχίες, πολλές φορές μαζί με τον φίλο του Ντίνο Ηλιόπουλο, αλλά και σε πολλές άλλες παραστάσεις, όπως στον περίφημο “Δον Καμίλο” που μετέφερε και στην τηλεόραση.
Αξιαγάπητο σοφεράκι
Το 1848 θα πρωτοεμφανιστεί στη μεγάλη οθόνη, με την “Μαντάμ Σουσού”, θα παίξει και θα ξεχωρίσει στην πασίγνωστη κωμική σάτιρα “Οι Γερμανοί Ξανάρχονται”, στην απολαυστική κωμωδία “Έλα στον Θείο”, δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη και στο εξαιρετικό μελόδραμα “Ο Γρουσούζης” με τον Ορέστη Μακρή. Η πρώτη του τεράστια επιτυχία θα έρθει με την κλασική ρομαντική κωμωδία “Το Σοφεράκι” του Γιώργου Τζαβέλλα, όπου θα ενσαρκώσει με μοναδικό τρόπο τον αυτοκινητιστή, τον γλεντζέ μάγκα, που θα του βάλει μυαλό, ο έρωτάς του με την Σμαρούλα Γιούλη.
Κάλπικη Λίρα, Βασιλειάδου και Φιλότιμο
Το 1954 θα έρθει η ώρα για την “Ωραία των Αθηνών” που δίνει τα ρέστα του ως προικοθήρας της Γεωργίας Βασιλειάδου, έχοντας και πάλι δίπλα του τον Νίκο Σταυρίδη. Λίγο μετά θα παίξει στην “Κάλπικη Λίρα”, στον αξέχαστο ρόλο του δήθεν τυφλού ζητιάνου που έχει κόντρα με την “κοκότα” Σπεράντζα Βρανά. Και το 1955 θα έρθει ο εμβληματικός του ρόλος στην αθάνατη κωμωδία “Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο” του Σακελλάριου. Παρότι ο Βασίλης Αυλωνίτης θα κάνει την ερμηνεία της ζωής του, ο Φωτόπουλος είναι εξίσου απολαυστικός και το κυριότερο, θα κρατήσει το μέτρο, θα αναδείξει το διακριτικό κοινωνικό σχόλιο για μια κοινωνία που δεν ζει στον παράδεισο και φυσικά τα συγκινητικά στοιχεία της ταινίας. Το ίδιο θα κάνει και στο -εκ των ελαχίστων σίκουελ στον ελληνικό κινηματογράφο- “Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο” και πάλι με το ίδιο καστ. Το 1956 θα παίξει στην αξέχαστη ρομαντική κωμωδία “Η Καφετζού”, δίπλα στην εκπληκτική Γεωργία Βασιλειάδου, στον ρόλο του φτωχού καφετζή, με πτυχίο οδοντίατρου.
Από τη λάμψη στην παρακμή
Για πέντε έξι χρόνια θα συνεχιστούν οι τεράστιες επιτυχίες στο σινεμά, καθώς πρωταγωνιστεί και συμμετέχει σε αγαπημένες ταινίες, μερικές απ’ τις οποίες έχουν και καλλιτεχνική αξία. Ενδεικτικά κάποιες απ’ αυτές ήταν “Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά” με Λογοθετίδη, “Ο Φανούρης και το Σόι του”, “Τα Κίτρινα Γάντια” και πάλι με Λογοθετίδη, “Φτωχαδάκια και Λεφτάδες”, με Σταυρίδη και φυσικά η τελευταία μεγάλη του προσωπική επιτυχία “Ο Θόδωρος και το Δίκαννο”. Η συνέχεια δεν ήταν η αναμενόμενη, καθώς ο παλιός εμπορικός κινηματογράφος είχε αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 να παρακμάζει, ενώ με τη χούντα έφτασε σχεδόν στην πλήρη κατάρρευση.
Η… μαυρίλα και το κολάζ
Τη μαύρη επταετία ο Φωτόπουλος, που είχε μείνει μόνος του με τις δυο κόρες του, καθώς η γυναίκα του Μαργαρίτα Τσάλα είχε εξοριστεί στη Γυάρο, βρήκε διέξοδο στη ζωγραφική, αναδεικνύοντας ακόμη ένα ταλέντο του, χρησιμοποιώντας την τεχνική του κολάζ με γραμματόσημα και κάνοντας συνολικά δέκα εκθέσεις έργων. Ακόμη, πάντα έβρισκε χρόνο για να γράψει ποίηση (τέσσερις ποιητικές συλλογές), ασχολήθηκε και με τον συνδικαλισμό, στον δύσκολο χώρο του θεάματος, ως μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ και μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελεύθερου Θεάτρου, ενώ υπήρξε και πρόεδρος του πρωτοποριακού κινητού θεάτρου “Άρμα Θέσπιδος.
Ο Μίμης Φωτόπουλος, που μας άφησε την αγαπημένη του μορφή σε πάνω από 100 ταινίες, θα “φύγει” ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς στις 29 Οκτωβρίου του 1986, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης σε όλους τους Έλληνες- ακόμη και στους ιδεολογικούς του αντιπάλους. Άλλωστε, ο “θείος Μίμης” ήταν απ’ αυτούς που η ύπαρξή του ένωνε τον ελληνικό λαό.
Πηγή:gazzetta