Σε έναν κόσμο που ξορκίζει τα γηρατειά και αποθεώνει τη νεότητα, η κρίση μέσης ηλικίας μοιάζει με μια ενοχλητική υπενθύμιση που θέλουμε να αποφεύγουμε. Και όμως, αν την αναγνωρίσουμε σαν μια αναγκαία στιγμή της ζωής, η οποία μάλιστα φέρει εντός της και μια σπουδαία ευκαιρία, θα δούμε ότι η κρίση μέσης ηλικίας είναι ένα υπαρξιακό ξυπνητήρι, που αξίζει να χτυπάει.
Στο φιλμ που πήρε φέτος το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας, ο σκηνοθέτης Τόμας Βίντερμπεργκ αποτύπωσε με έναν καθαρό –να πω δανέζικο;– τρόπο το υπαρξιακό ξυπνητήρι που είναι η κρίση μέσης ηλικίας. Ο ήρωας του Άσπρου Πάτου, ως άλλος «Στόουνερ», βιώνει μια βίαιη αποσύνδεση από όλα. Από τους μαθητές του, από τους συναδέλφους του, από τα παιδιά του και τη γυναίκα του, από τους πάντες. Ο παλιός του εαυτός βρίσκεται σε νάρκωση, για να μην πω σε αποδρομή. Η μέση ηλικία τον έχει βρει απροετοίμαστο –όπως τους περισσότερους– και τον χτυπάει αλύπητα στο ρινγκ. Είναι τόσο αποπροσανατολισμένος, που καταφέρνει να γοητευτεί από μια εντελώς υπερφίαλη ιδέα. Μαζί με τους μεσήλικες φίλους του, το ρίχνει πειραματικά στο αλκοόλ. Φυσικά, το πρώτο επίπεδο είναι αστείο, αφού όλοι ξέρουμε πού καταλήγουν οι υπερβολές. Η ταινία όμως πάει πιο βαθιά, δεν θέλει να προπαγανδίσει τις κλασικές μεθόδους απόδρασης από την πραγματικότητα. Ο πρωταγωνιστής λέει «άσπρο πάτο» για να δει τι έχει χάσει και για να δει στο τέλος τι μπορεί να κερδίσει. Βιώνει μια τυπική κρίση μέσης ηλικίας. Το αλκοόλ δεν είναι η λύση, αλλά το μέσο για να βρει την απάντηση, για να ξεκλειδώσει το αίνιγμα της μέσης ηλικίας.
Ο Βίντερμπεργκ συνθέτει, εσκεμμένα πιθανώς, έναν ακόμα ύμνο στην κρίση μέσης ηλικίας. Ίσως να μην τον χρειαζόμασταν, αν η κρίση μέσης ηλικίας ήταν κάτι αόριστο ή ξεπερασμένο. Ο κόσμος σήμερα φαίνεται να περιφρονεί επιδεικτικά το μήνυμα του Βίντερμπεργκ, όπως και κάθε άλλη νύξη στην κρίση μέσης ηλικίας, γιατί τον αγχώνει. Έχουμε αποθεώσει σε τέτοιο βαθμό τα νιάτα, που ντρεπόμαστε να πούμε μεσήλικα έναν 45άρη. Ξορκίζουμε τόσο εμφατικά τα γηρατειά, που η 50χρονη πρέπει να έχει εμφάνιση 17χρονης.
Ο φόβος απέναντι στην πραγματικότητα της μέσης ηλικίας μάς υποχρεώνει να περνάμε μια διπλή κρίση. Σήμερα, η κρίση μέσης ηλικίας περνά κρίση, γιατί ελάχιστοι έχουν τα κότσια να παραδεχτούν δημόσια και ειλικρινά ότι πολλές από τις συμπεριφορές των μεσηλίκων γύρω μας υποκινούνται και ενισχύονται από αυτή την ηλικιακή καμπή.
Το τραγούδι του Δάντη
Για κάποιους, ωστόσο, η κρίση μέσης ηλικίας μπορεί να γίνει ένα καλό άλλοθι, που θα δικαιολογήσει ανεπίτρεπτες ή και απερίσκεπτες επιλογές. «Τι τα θες; Κρίση μέσης ηλικίας» λες και ξεμπερδεύεις. Ο κόσμος δεν έχει τον χρόνο να ακούσει όλες τις αιτίες που σε οδήγησαν να ξεκινήσεις την προπόνηση για μαραθώνιο στα 45 σου, ενώ δεν είχες τρέξει ποτέ στη ζωή σου ούτε ένα χιλιόμετρο. Πίνουμε ένα κρασί με τον καθηγητή φιλοσοφίας και συγγραφέα ενός τόμου Εισαγωγής στη Συμβολική Λογική (εκδ. Βάνιας, 2008), τον Φίλιππο Καργόπουλο, ο οποίος έχει πρόσφατα συνταξιοδοτηθεί. Του λέω ότι τα τελευταία χρόνια περνάω κρίση μέσης ηλικίας και μειδιά. Εκείνος σίγουρα κάτι θα ξέρει – και ξέρει όντως. Οι αντιδράσεις που συλλέγω όταν κάνω αυτή τη δήλωση συνήθως είναι προβλέψιμες. Πολλοί τείνουν να σχολιάζουν το χρώμα των μαλλιών μου (επειδή δεν έχω ασπρίσει ακόμη), άλλοι χαμογελούν αμήχανα, ενώ αρκετοί δείχνουν σκεπτικοί. Το να δηλώνεις μεσήλικας σε έναν κόσμο που βιώνει παρατεταμένη εφηβεία είναι σαν να αποδέχεσαι ότι εσύ θα είσαι εκείνος που πάντα θα χαλάει το πάρτι. Ο Καργόπουλος, ως άνθρωπος της γνώσης, με παραπέμπει αμέσως στην Κόλαση του Δάντη, απαγγέλλοντάς μου τους διάσημους πρώτους στίχους του σπουδαίου ποιήματος: «Μες στα μισά του δρόμου της ζωής μας / σε μαύρο δάσος βρέθηκα χαμένος / απ’ την ορθή οδό λοξοδρομώντας» (μτφρ. Δημήτρης Μαυρίκιος, εκδ. Ευρασία, 2020). Η κάθοδος στην Κόλαση, αυτό το καταραμένο ταξίδι, δεν ξεκινά ούτε στη νεότητα, αλλά ούτε και στα γηρατειά. Ξεκινά στη μέση ηλικία. Το τραγούδι του Δάντη θα μπορούσε να είναι μια καλή εισαγωγή στην περιπέτεια ημών των μεσηλίκων.
Νέα προβλήματα, παλιοί πειρασμοί
Η κρίση μέσης ηλικίας ξεκινά συνήθως με μια ανεπαίσθητη δυσκολία συγκέντρωσης. Είναι το χαμένο βλέμμα του Μαντς Μίκελσεν στον Άσπρο Πάτο. Κοιτάζεις γύρω σου και οι μόνοι χαλαροί άνθρωποι που βλέπεις είναι είτε πολύ νεότερα άτομα είτε πολύ γηραιότερα. Οι άνθρωποι της ηλικίας σου μοιάζουν με βουνά προβλημάτων που λύνονται με δικηγόρους, πωλητές και ψυχολόγους. Γύρω σου ακούς συνέχεια για διαζύγια, για αγορές εξεζητημένων καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών, και για αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Στις συζητήσεις μεταξύ των συνομηλίκων σου αρχίζουν να εμφιλοχωρούν θέματα υγείας. Ακούς για πρώτη φορά λέξεις όπως PSA, κολονοσκόπηση και κλιμακτήριος. Αρχίζεις να ανησυχείς πραγματικά όταν αυτοί οι νέοι όροι μπαίνουν όλοι μαζί σε συνεχόμενες προτάσεις, αλλά το θέμα σοβαρεύει αγρίως όταν καλείσαι να παραστείς στην πρώτη κηδεία φίλου σου. Το αλκοόλ, το διαδίκτυο και άλλοι εθισμοί φαντάζουν ως παροδικές λύσεις, ένα είδος ανακούφισης που θα διάλεγες αν αφηνόσουν περισσότερο, αλλά εσύ δεν θέλεις να τα διαλύσεις όλα. Απλώς ο πειρασμός τώρα είναι μεγαλύτερος από ποτέ άλλοτε. Φαντασιώνεσαι περιπετειώδεις αποδράσεις σε μακρινά μέρη, παρέα με άγνωστα πρόσωπα.
Ξαφνικά πιστεύεις ότι έχεις βρει τον άνθρωπο της ζωής σου στο διπλανό κάθισμα του αεροπλάνου. Στα παιδικά πάρτι, πιάνεις τον εαυτό σου να κάνει δυσοίωνες σκέψεις και πίνεις λίγο περισσότερη μπίρα απ’ ό,τι επιτρέπει η περίσταση. Νιώθεις ότι έχεις κατάθλιψη, σε κατακλύζουν διάφοροι πόνοι. Στο στήθος, στα γόνατα, στο κεφάλι. Κάνεις τεστ κορωνοϊού, τεστ κοπώσεως, τεστ Παπανικολάου. Δεν έχεις τίποτα παθολογικό. Όλοι σου μιλούν για ψυχοσωματικά. Κάποιοι σε παραπέμπουν σε Ρέικι κι άλλοι σού συνταγογραφούν Ζάναξ. Ακόμα και η ψυχολόγος που θα επισκεφθείς, διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους, γιατί δεν θέλει να υποκύψει στη γοητεία μιας ιδέας που όντως μοιάζει με πασπαρτού. Κανείς δεν σου λέει το πολύ απλό, το οποίο τελικά θα ξεκλειδώσει το αίνιγμά σου. «Αγαπητή μου φίλη, αγαπητέ μου φίλε, περνάς κρίση μέσης ηλικίας. Αποδέξου το και προχώρησε».
Προβλήματα του Πρώτου Κόσμου
Από κάπου κοντά ακούω μια φωνούλα γεμάτη αυτοπεποίθηση να μου ψιθυρίζει «αυτά είναι προβλήματα των χορτασμένων, έχουν ταξικό χαρακτήρα, οι πεινασμένοι δεν έχουν κρίση μέσης ηλικίας». Μια άλλη φωνή ισχυρίζεται ότι η κρίση μέσης ηλικίας είναι δημοσιογραφικό κατασκεύασμα, ένα αφόρητο κλισέ των μίντια και της βιομηχανίας της διασκέδασης. Και μια τρίτη φωνή μού επισημαίνει ότι δεν υπάρχει επιστημονική τεκμηρίωση γι’ αυτό που αποκαλώ εδώ και τόση ώρα καταχρηστικά «κρίσης μέσης ηλικίας». Οφείλω να πω ότι και οι τρεις έχουν δίκιο. Η κρίση μέσης ηλικίας συναντάται περισσότερο στη Δύση. Όσο πιο πλούσια μια χώρα, τόσο πιο δυσαρεστημένοι είναι οι πολίτες της και τόσο πιο βαριά είναι η κρίση μέσης ηλικίας που περνούν. Στη Νιγηρία, όπου το προσδόκιμο της ζωής είναι τα 54 χρόνια, η κρίση μέσης ηλικίας συμπίπτει με την ηλικία που ολοκληρώνεται η ανάπτυξη του ανθρώπινου εγκεφάλου. Οι προκλήσεις εκείνης της ηλικίας είναι αρκετά διαφορετικές, καθώς το σώμα συνεχίζει να ακμάζει. Πάντως, ακόμα και στη Νιγηρία, όταν οι άνθρωποι φτάνουν στο μέσο του βίου τους, αρχίζουν να σκέφτονται τη ζωή τους διαφορετικά. Παρόλο που το σώμα τους δεν έχει αρχίσει ακόμη να φθείρεται, ξέρουν ότι, βάσει της στατιστικής, το τέλος πλησιάζει. Επιπλέον, δεν είναι λοιπόν μόνο τα μίντια ή τα ελαφρά έργα που απεικονίζουν μεσήλικες σε κρίση. Υπάρχει και η μεγάλη λογοτεχνία. Ας θαυμάσουμε πώς το διατυπώνει ένας σπουδαίος συγγραφέας, ο Τζον Ουίλιαμς, στο αριστούργημά του Ο Στόουνερ (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutenberg, 2017):
«Είχε φτάσει πια σ’ αυτή την ηλικία που άρχιζε να τον απασχολεί, όλο και πιο έντονα, ένα ερώτημα τόσο συνταρακτικά απλό, ώστε δεν είχε τον τρόπο να το αντιμετωπίσει. Έπιανε τον εαυτό του να αναρωτιέται αν άξιζε η ζωή που ζούσε· όχι μόνο τώρα, αλλά και στο παρελθόν. Είχε την υποψία ότι το ερώτημα αυτό το αντιμετώπιζαν όλοι οι άντρες σε κάποια φάση της ζωής τους· η απορία του ήταν αν ερχόταν σε όλους με την ίδια απρόσωπη βία που είχε έρθει σ’ εκείνον. Το ερώτημα κουβαλούσε μια θλίψη, ήταν όμως μια γενικευμένη θλίψη, η οποία (κατά τη γνώμη του) ελάχιστη σχέση είχε με τον ίδιο ή με τη συγκεκριμένη, τη δική του μοίρα· δεν ήταν καν βέβαιος αν το ερώτημα είχε προκύψει από τις πιο άμεσες και εμφανείς αιτίες, από το πώς είχε εξελιχτεί η ζωή του. Είχε προέλθει, πίστευε, από τη συσσώρευση των χρόνων πάνω του, από τη μάζα του απρόβλεπτου και των περιστάσεων και από τα όσα είχε συναγάγει με τον καιρό απ’ όλα αυτά. Το ενδεχόμενο ότι οι λίγες γνώσεις που είχε καταφέρει να αποκτήσει τον είχαν οδηγήσει σ’ αυτή τη γνώση, του προκαλούσε μια ευχαρίστηση άγρια, γεμάτη σαρκασμό: ότι, μακροπρόθεσμα, τα πάντα, ακόμη και οι γνώσεις που του το είχαν διδάξει αυτό, ήταν μάταια και κενά, και τελικά εκμηδενίζονταν σε μια ανυπαρξία, την οποία διόλου δεν επηρέαζαν».
Η διάγνωση για τον καθηγητή Στόουνερ είναι ξεκάθαρα «κρίση μέσης ηλικίας». Το υποκείμενο νιώθει μια πρωτόγνωρη αποσύνδεση από τη ζωή του, ο ίδιος ο εαυτός του είναι ένας ξένος. «Ήταν σαράντα δύο ετών», γράφει με τον χειρουργικό του τρόπο ο Ουίλιαμς, «μπροστά του δεν έβλεπε τίποτε που λαχταρούσε να απολαύσει, πίσω του έβλεπε ελάχιστα που ήθελε να θυμάται». Δύο σελίδες μετά, εμφανίζεται η Κάθριν Ντρίσκολ, και τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους. Η φύση σιχαίνεται το κενό, ακόμα κι αν αυτό είναι υπαρξιακό. Η εξωσυζυγική σχέση, το στερεότυπο φάρμακο της κρίσης μέσης ηλικίας, φέρνει παροδικά έναν αέρα νίκης. Όλοι οι ξεχασμένοι έρωτες και τα απωθημένα φλερτ βγαίνουν από τα ξεχασμένα ντουλάπια κατά τη μέση ηλικία. Το Χόλιγουντ, που του αρέσει να γίνεται πιο κυριολεκτικό, ενισχύει τον μύθο της κρίσης μέσης ηλικίας, με τον Λέστερ Μπάρνχαμ, ο οποίος παραιτείται από τη δουλειά του, αγοράζει ένα γρήγορο αυτοκίνητο, και επιθυμεί τη γοητευτική φίλη της έφηβης κόρης του. Το American Beauty κάνει τικ και στα τρία στερεότυπα. Ο δύσμοιρος Στόουνερ συνεχίζει το σισύφειο έργο του μεσήλικα καθηγητή και δεν αγοράζει καινούργιο αυτοκίνητο. Η εξωσυζυγική σχέση είναι, έτσι κι αλλιώς, πάντα καταδικασμένη. Τίποτα δεν μπορεί να στεριώσει πάνω στο κενό.
Γιατί όμως στα 40, γιατί στα 45; Γιατί, σύμφωνα με μια γνωστή έρευνα, τα 46 χρόνια είναι η χειρότερη ηλικία, από άποψη ικανοποίησης από τη ζωή; Η απάντηση είναι απλή, αλλά οδυνηρή. Χρειάζεται ο μεσήλικας να κοιτάξει γενναία το είδωλό του στον καθρέφτη. «Οτιδήποτε νομίζετε πως δεν πάει καλά στο σώμα σας στα τριάντα πέντε θα το νοσταλγήσετε στα σαράντα πέντε», έχει πει εύστοχα η Νόρα Έφρον. Ας πούμε πιο κομψά ότι αυτή είναι συνήθως η ηλικία που εμείς στον δυτικό κόσμο φτάνουμε στο απόγειο των προκλήσεων. Εργασιακό άγχος, παιδιά, σωματική φθορά κι ένας κόσμος που αποθεώνει τη νεότητα και ξορκίζει τα γηρατειά, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Μεγάλο μέρος της άρνησής μας να παραδεχτούμε ότι περνάμε κρίση μέσης ηλικίας οφείλεται στο γεγονός ότι δεν θέλουμε καν να αναφέρουμε ότι βγήκαμε από την κατηγορία των νέων και ότι έχουμε μπει στη μέση ηλικία. Έχουμε κολλήσει στο στάδιο του Πίτερ Παν, κάνοντας μπότοξ στις ενοχλητικές υπενθυμίσεις του χρόνου πάνω στις συνειδήσεις μας.
Η ζωή αρχίζει στα 50
Είναι εύλογο να φοβόμαστε την παραδοχή της κρίσης μέσης ηλικίας. Η πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης και άγχους είναι πιο μεγάλη εκεί γύρω στα 45. Τέσσερις φορές μεγαλύτερη από των εφήβων και τρεις φορές μεγαλύτερη από των πιο ηλικιωμένων ενηλίκων. Όμως η αποδοχή του περάσματος του χρόνου έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Ανατρέχω στον Ντάνιελ Πινκ, ο οποίος έχει γράψει για την έννοια του σωστού χρονισμού. Στο Πότε, η επιστήμη του σωστού timing (μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, εκδ. Ψυχογιός, 2019) με πληροφορεί ότι το 2010 τέσσερις κοινωνικοί επιστήμονες ζήτησαν από 340.0000 ανθρώπους να βαθμολογήσουν τη ζωή τους από το 1 έως το 10. Το αποτέλεσμα ήταν μια ρηχή καμπύλη. «Οι εικοσάρηδες και οι τριαντάρηδες ήταν αρκετά ευτυχισμένοι, οι σαραντάρηδες και οι πενηντάρηδες λιγότερο ευτυχισμένοι, και οι πενηντάρηδες και πάνω ευτυχισμένοι». «Η ευημερία κατά τη μέση ηλικία δεν κατέρρευσε με έναν συγκλονιστικό τρόπο που άλλαξε τη ζωή ενός ανθρώπου. Απλώς σημείωσε κάμψη. Η καμπύλη της ευτυχίας σε σχήμα U –μια ήπια κάμψη αντί για μια εκρηκτική κρίση– είναι ένα εξαιρετικά ισχυρό εύρημα». Αυτό εξηγεί πολλά. Υπάρχουν τα αντικειμενικά δεδομένα, η φθορά του σώματος, το πέρασμα του χρόνου, αλλά υπάρχουν και οι υποκειμενικές μας εντυπώσεις.
Το ηθικό των ανθρώπων στη μέση ηλικία τείνει να κάμπτεται ευκολότερα. Οι υποχρεώσεις που βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη, τα παιδιά, οι γονείς που αρρωσταίνουν και πεθαίνουν, η ολοένα και πιο εύθραυστη υγεία, οι χαμένες ευκαιρίες, όλα πέφτουν στις πλάτες του μεσήλικα εαυτού, κι αυτός είτε σηκώνει λευκή σημαία είτε πολεμά για την τιμή των όπλων. Κάποια στιγμή ίσως να καταλάβει ότι αυτή η κρίση είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία που θα μπορούσε ποτέ να του παρουσιαστεί. Παγκοσμίως, «η ευτυχία σκαρφαλώνει ψηλά στα πρώτα στάδια της ενηλικίωσης, αλλά αρχίζει να φθίνει λίγο πριν και μετά τα σαράντα, φτάνοντας στο χαμηλότερο σημείο της στα πενήντα. Αλλά συνερχόμαστε γρήγορα από αυτή την κάμψη και η ευημερία αργότερα στη ζωή ξεπερνά εκείνη της νιότης μας», γράφει ο Πινκ. Μπορεί να γελάμε με κάποιες σπασμωδικές κινήσεις μεσηλίκων που περνούν κρίση, αλλά πολύ συχνά κάποιοι κάνουν τις πιο ουσιαστικές, ενσυνείδητες και βαθιές κινήσεις, μετά από τέτοιες κρίσεις.
Η μέση ηλικία μπορεί όντως να είναι ένα ψυχολογικό ξυπνητήρι, όπως γράφει ο Κίεραν Σετίγια στο εξαιρετικό του φιλοσοφικό δοκίμιο Στα μισά της ζωής (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Ποταμός, 2019). Άλλοι βιώνουν μια παρατεταμένη κάμψη, ενώ άλλοι εκτοξεύονται. «Η μέση ηλικία», γράφει ο Σετίγια, «είναι σύμφυτη με υπαρξιακά ερωτήματα. Ερωτήματα απώλειας και μεταμέλειας, επιτυχίας και αποτυχίας, ερωτήματα σχετικά με τη ζωή που ήθελες και τη ζωή που έχεις». Το κλειδί είναι να διαχειριστείς τις προσδοκίες σου. Κοινώς, να αποδεχτείς την πραγματικότητα. Τώρα, ξέρεις. Ξέρεις πράγματα που δεν ήξερες στα 30 ή στα 35 σου. Αυτή η κρίση είναι όντως μια ευκαιρία να απαλλαγείς από τα περιττά βάρη, να αρχίσεις να ζεις περισσότερο στο παρόν, να μεταμορφωθείς σε αυτό που θέλεις. Αυτά προτείνει ο φιλόσοφος, επιμένοντας ότι η επίγνωση είναι το πρώτο και καλύτερο βήμα. Και να θυμάσαι ότι η κρίση μέσης ηλικίας είναι παροδικό φαινόμενο. Αν την αξιοποιήσεις σωστά, θα βγεις κερδισμένος. Έχεις περισσότερο χρόνο απ’ όσο νομίζεις, καταλήγει ο Σετίγια.
Το τέλος της ταινίας του Βίντερμπεργκ αφήνει σκόπιμα μετέωρο τον θεατή. Η κρίση μέσης ηλικίας μπορεί όντως να σηματοδοτεί ένα αινιγματικό άλμα στην ανοιχτή θάλασσα. Αλλά προηγουμένως ο μεσήλικας θα έχει θυμηθεί ποιος πραγματικά είναι. Θα θυμηθεί ότι κάποτε είχε χορέψει. Θα πιστέψει ότι η ζωή η ίδια είναι ένας χορός και θα ρίξει τον χορό της ζωής του. Και τότε θα καταλάβει ότι η κρίση μέσης ηλικίας ξεκινά με ένα μούδιασμα, αλλά τελειώνει με μια γιορτή. Και, παρά τις απώλειες και τον πόνο, θα πει ότι «άξιζε». Αφήνοντας τους άλλους να ντρέπονται να πουν ότι είναι μεσήλικες.
______________
~ Μανώλης Ανδριωτάκης , ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Κ»
Πηγή: kathimerini.gr